-
1 συκοφαντώ
σῡκοφαντῶ, συκοφαντέωto be a: pres subj act 1st sg (attic epic doric)σῡκοφαντῶ, συκοφαντέωto be a: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 συκοφαντῶ
σῡκοφαντῶ, συκοφαντέωto be a: pres subj act 1st sg (attic epic doric)σῡκοφαντῶ, συκοφαντέωto be a: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 συκοφαντώ
(ε) μετ. клеветать (на кого-л.), оговаривать (кого-л.); наговаривать, возводить напраслину, поклёп (на кого-л.) (разг) -
4 συκοφαντώ
[сикофандо] р. клеветать, доносить,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συκοφαντώ
-
5 συκοφαντώ
[сикофандо] ρ клеветать, доносить. -
6 συκοφαντώ
calomnier -
7 calomnier
συκοφαντώ -
8 клеветать
-
9 инсинуация
η συκοφαντία, η συκο-φάντηση, - атор ο συκοφάντης-ировать υπεμφαίνω, συκοφαντώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инсинуация
-
10 инсинуировать
инсину||и́роватьсов и несов συκοφαντώ, κάνω συκοφαντικό ὑπαινιγμό. -
11 клеветать
клевет||атьнесоз. (на кого-л.) συκοφαντώ, διαβάλλω, δυσφημώ, κακολογώ. -
12 наговорить
наговоритьсов1. λέγω πολλά, ἀραδιάζω κουβέντες, φλυαρώ:\наговорить лишнего λέγω περιττά λόγια, φλυαρῶ·2. (наклеветать) разг συκοφαντώ, διαβάλλω. -
13 наушничать
наушничатьнесов разг презр. συκοφαντώ, ψιθυρίζω στό αὐτί. -
14 обливать
обливатьнесов περιχύνω, περιβρέχω· ◊ \обливать кого́-л. грязью συκοφαντώ (или κακολογώ) κάποιον. -
15 оговаривать
оговариватьнесов, оговорить сов1. (оклеветать) συκοφαντώ, διαβάλλω·2. (заранее устанавливать) θέτω ἀπό, προβλέπω. -
16 оклеветать
оклеветатьсов συκοφαντώ, διαβάλλω, δυσφημίζω, δυσφημῶ. -
17 охаивать
охаиватьнесов разг κατηγορώ, συκοφαντώ, κακολογώ.. -
18 помои
помо́||имн. τά ἀποπλύματα, τό ἀπο-πλύδι· ◊ обливать \помоиями разг συκοφαντώ, λέγω βρωμιές γιά κάποιον. -
19 порочить
пороч||итьнесов δυσφημίζω, δυσφημώ, συκοφαντώ, κακολογώ. -
20 чернить
чернитьнесов1. μαυρίζω О-т):\чернить волосы μαυρίζω τά μαλλιά·2. перен (кого-л.) κακολογώ, συκοφαντώ, δυσφημῶ.
См. также в других словарях:
συκοφαντώ — συκοφαντῶ, έω, ΝΜΑ [συκοφάντης] είμαι συκοφάντης, διατυπώνω ψευδείς κατηγορίες εναντίον κάποιου, διαβάλλω την τιμή και την υπόληψη του (α. «συκοφαντεί ασύστολα» β. «μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε», ΚΔ) αρχ. 1. αποσπώ χρήματα εκβιαστικά, με… … Dictionary of Greek
συκοφαντώ — συκοφαντώ, συκοφάντησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συκοφαντώ — συκοφάντησα, συκοφαντήθηκα, συκοφαντημένος, εκτοξεύω συκοφαντίες εναντίον κάποιου, διαβάλλω: Με συκοφάντησε από φθόνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συκοφαντῶ — σῡκοφαντῶ , συκοφαντέω to be a pres subj act 1st sg (attic epic doric) σῡκοφαντῶ , συκοφαντέω to be a pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασπολογώ — συκοφαντώ κάποιον χυδαία, κατασπιλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσπη + λογώ (< λόγος < λέγω)] … Dictionary of Greek
αλληλοσυκοφαντούμαι — ( έομαι) συκοφαντούμαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν συκοφαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + συκοφαντώ ( ούμαι)] … Dictionary of Greek
επισυκοφαντώ — ἐπισυκοφαντῶ, έω (Α) [συκοφαντώ] συκοφαντώ, διαβάλλω επί πλέον … Dictionary of Greek
προσδιαβάλλω — Α 1. παρουσιάζω κατά τρόπο ψευδή («καὶ τὰ ὀρθῶς εἰρημένα προσδιαβάλλειν ἄδικα εἶναι», Αντιφ.) 2. συκοφαντώ κάποιον επί πλέον («τὸ τοὺς πατρικίους προσδιαβαλεῑν τῷ δήμῳ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαβάλλω «συκοφαντώ»] … Dictionary of Greek
συκοφάντηση — η / συκοφάντησις, ήσεως ΝΜ [συκοφαντῶ] η ενέργεια τού συκοφαντώ, συκοφαντία … Dictionary of Greek
υποδιαβάλλω — Α [διαβάλλω] συκοφαντώ κάποιον λίγο ή τόν συκοφαντώ κρυφά … Dictionary of Greek
αβανίζω — [αβανιά] συκοφαντώ, διαβάλλω … Dictionary of Greek