Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συκοφαντώ

См. также в других словарях:

  • συκοφαντώ — συκοφαντῶ, έω, ΝΜΑ [συκοφάντης] είμαι συκοφάντης, διατυπώνω ψευδείς κατηγορίες εναντίον κάποιου, διαβάλλω την τιμή και την υπόληψη του (α. «συκοφαντεί ασύστολα» β. «μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε», ΚΔ) αρχ. 1. αποσπώ χρήματα εκβιαστικά, με… …   Dictionary of Greek

  • συκοφαντώ — συκοφαντώ, συκοφάντησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συκοφαντώ — συκοφάντησα, συκοφαντήθηκα, συκοφαντημένος, εκτοξεύω συκοφαντίες εναντίον κάποιου, διαβάλλω: Με συκοφάντησε από φθόνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συκοφαντῶ — σῡκοφαντῶ , συκοφαντέω to be a pres subj act 1st sg (attic epic doric) σῡκοφαντῶ , συκοφαντέω to be a pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λασπολογώ — συκοφαντώ κάποιον χυδαία, κατασπιλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσπη + λογώ (< λόγος < λέγω)] …   Dictionary of Greek

  • αλληλοσυκοφαντούμαι — ( έομαι) συκοφαντούμαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν συκοφαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + συκοφαντώ ( ούμαι)] …   Dictionary of Greek

  • επισυκοφαντώ — ἐπισυκοφαντῶ, έω (Α) [συκοφαντώ] συκοφαντώ, διαβάλλω επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • προσδιαβάλλω — Α 1. παρουσιάζω κατά τρόπο ψευδή («καὶ τὰ ὀρθῶς εἰρημένα προσδιαβάλλειν ἄδικα εἶναι», Αντιφ.) 2. συκοφαντώ κάποιον επί πλέον («τὸ τοὺς πατρικίους προσδιαβαλεῑν τῷ δήμῳ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαβάλλω «συκοφαντώ»] …   Dictionary of Greek

  • συκοφάντηση — η / συκοφάντησις, ήσεως ΝΜ [συκοφαντῶ] η ενέργεια τού συκοφαντώ, συκοφαντία …   Dictionary of Greek

  • υποδιαβάλλω — Α [διαβάλλω] συκοφαντώ κάποιον λίγο ή τόν συκοφαντώ κρυφά …   Dictionary of Greek

  • αβανίζω — [αβανιά] συκοφαντώ, διαβάλλω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»