-
1 συγ-γεωργός
συγ-γεωργός, ό, Mitbauer, Gehülfe beim Ackerbau, ο, Ar. Plut. 223.
-
2 συγγεωργός
συγ-γεωργός, ό, Mitbauer, Gehilfe beim Ackerbau -
3 συγγεωργος
или συγ-γεωργός ὅ товарищ-земледелец, товарищ по совместному возделыванию земли Arph.