Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συγγέωργος

См. также в других словарях:

  • συγγέωργος — ὁ, Α 1. αυτός που καλλιεργεί έναν τόπο μαζί με άλλους 2. στον πληθ. οί συγγέωργοι μέλη συνδέσμου γεωκτημόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γεωργός] …   Dictionary of Greek

  • ξυγγέωργος — συγγέωργος , συγγέωργος fellow labourer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγεωργώ — έω, Α [συγγέωργος] 1. είμαι συγγέωργος* 2. (μτβ.) βοηθώ στην καλλιέργεια …   Dictionary of Greek

  • ξυγγεώργους — συγγεώργους , συγγέωργος fellow labourer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»