-
1 συγγεωργος
или συγ-γεωργός ὅ товарищ-земледелец, товарищ по совместному возделыванию земли Arph. -
2 συγγέωργος
συγγέωργ-ος, ὁ,A fellow-labourer, Ar.Pl. 223 (proparox., v. Sch.), Sammelb.7457.3 (Egypt, ii B.C.), PSI9.1043.20 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγγέωργος
-
3 συγγεωργός
συγ-γεωργός, ό, Mitbauer, Gehilfe beim Ackerbau -
4 ξυγγέωργος
συγγέωργος, συγγέωργοςfellow-labourer: masc nom sg -
5 συγ-γεωργέω
συγ-γεωργέω, ein συγγεωργός sein, den Acker mit bestellen. Is. 9, 18.
-
6 ξυγγεώργους
συγγεώργους, συγγέωργοςfellow-labourer: masc acc pl -
7 συγγεωργέω
συγ-γεωργέω, ein συγγεωργός sein, den Acker mit bestellen
См. также в других словарях:
συγγέωργος — ὁ, Α 1. αυτός που καλλιεργεί έναν τόπο μαζί με άλλους 2. στον πληθ. οί συγγέωργοι μέλη συνδέσμου γεωκτημόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γεωργός] … Dictionary of Greek
ξυγγέωργος — συγγέωργος , συγγέωργος fellow labourer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγεωργώ — έω, Α [συγγέωργος] 1. είμαι συγγέωργος* 2. (μτβ.) βοηθώ στην καλλιέργεια … Dictionary of Greek
ξυγγεώργους — συγγεώργους , συγγέωργος fellow labourer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)