-
1 συγχαλκεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγχαλκεύω
-
2 συγχαλκευθείς
συγχαλκεύωweld together: aor part pass masc nom /voc sg
См. также в других словарях:
συγχαλκεύω — ΜΑ (κυρίως το παθ.) συγχαλκεύομαι συγκολλούμαι με σφυρηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χαλκεύω «κατεργάζομαι τον χαλκό, σφυρηλατώ» (< χαλκός)] … Dictionary of Greek
συγχαλκευθείς — συγχαλκεύω weld together aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)