-
1 συγχαλκεύω
συγ-χαλκεύω, zusammenschmieden, anschweißen
См. также в других словарях:
συγχαλκεύω — ΜΑ (κυρίως το παθ.) συγχαλκεύομαι συγκολλούμαι με σφυρηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χαλκεύω «κατεργάζομαι τον χαλκό, σφυρηλατώ» (< χαλκός)] … Dictionary of Greek
συγχαλκευθείς — συγχαλκεύω weld together aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)