-
1 συγκυρέω
A come together by chance,μή πως συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι Il.23.435
; of ships, Hdt.8.92; meet with an accident,τῇδε συγκῦρσαι τύχῃ S.OC 1404
;κήτεσι πολλοῖς συγκεκυρηκέναι D.S.17.106
;τραγικοῖς πάθεσι Id.20.21
;εὐτυχίᾳ Phld.Mort.38
; εἰς ἓν μοίρας συνέκυρσας art involved in one and the same fate, E.Andr. 1172 (anap.).2 c. part., like τυγχάνω, συνέκυρσε θέων happened to be running, Emp.53; εἰ συνεκύρησε.. παραπεσοῦσα νηῦς whether it fell in the way by chance, Hdt. 8.87.II of events and accidents, happen, occur,ἢν δέ τι δεινὸν συγκύρσῃ Thgn.698
;τάδε οἶδα.. τοῖσι ἐν Ἰταλίῃ συγκυρήσαντα Hdt.4.15
; (lyr.); τίς τύχα μοι συγκυρήσει; Id.IT 874 (lyr.); τὰ συγκυρήσαντα what had occurred, Hdt.1.119, cf. D.S.1.1;ὃ καὶ συνεκύρησε Plb.2.65.7
, cf. Phld.Rh.1.132 S.;τὰ παρὰ τοῦ δαιμονίου -ήσαντα D.H.5.56
: impers., c. inf., συνεκύρησε γενέσθαι it came to pass that.., Hdt.9.90, cf. Hp.Oct.10:—[voice] Pass., (nisi leg. συγκεκρημένον).III of places, to be contiguous to,χώραις -οῦσαν θάλατταν Plb.3.59.7
, etc.;πρὸς τόπον Plu.Arist.11
;Ἐσεβὼν καὶ ταῖς -ούσαις αὐτῇ LXX Nu.21.25
.IV v. συγκύρω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκυρέω
-
2 συγκύρημα
A occurrence, Plb.4.86.2, D.H.9.38, Porph.Marc.5, etc.; coincidence,καιροῦ Epicur.Ep. 2p.54U.
, cf. Cic.Att.2.12.2; combination, Eust.1363.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκύρημα
-
3 συγκύρησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκύρησις
-
4 συγκυρία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκυρία
-
5 συγκύρω
A appertain, τὸ ἱερὸν καὶ τὰ -κύροντα appurtenances, OGI 52.1 (Ptolemais, iii B.C.), cf. PCair.Zen. 460 (iii B.C.), POxy.247.29 (i A.D.);τῇ σιτηρᾷ ἀπομοίρᾳ OGI55.20
(Telmessus, iii B.C.): also [suff] συγκῠρ-κῠρέω,πᾶν τὸ συγκυροῦν Phld.Rh.2.64
S.;τὰ -κυροῦντα POxy.907.9
(iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκύρω
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский