Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

συγκρίνῃ

См. также в других словарях:

  • συγκρίνῃ — συγκρί̱νῃ , συγκρίνω bring into combination aor subj mid 2nd sg συγκρί̱νῃ , συγκρίνω bring into combination aor subj act 3rd sg συγκρί̱νῃ , συγκρίνω bring into combination pres subj mp 2nd sg συγκρί̱νῃ , συγκρίνω bring into combination pres ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρίνω — ΝΜΑ [κρίνω] 1. παραβάλλω δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα εξετάζοντας τις μεταξύ τους ομοιότητες ή διαφορές, αντιπαραθέτω, παραλληλίζω 2. μέσ. συγκρίνομαι παραβάλλω τον εαυτό μου με άλλον, παραβγαίνω («δεν συγκρίνεται» δεν επιδέχεται σύγκριση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»