Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συγκρατεῖ

  • 1 συγκρατεί

    συγκρατέω
    hold together: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
    συγκρατέω
    hold together: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
    συγκρατέω
    hold together: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
    συγκρατέω
    hold together: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > συγκρατεί

  • 2 συγκρατεῖ

    συγκρατέω
    hold together: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
    συγκρατέω
    hold together: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
    συγκρατέω
    hold together: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
    συγκρατέω
    hold together: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > συγκρατεῖ

  • 3 συγκράτει

    συγκρατέω
    hold together: pres imperat act 2nd sg (attic epic)
    συγκρατέω
    hold together: pres imperat act 2nd sg (attic epic)
    συγκρατέω
    hold together: imperf ind act 3rd sg (attic epic)
    συγκρατέω
    hold together: imperf ind act 3rd sg (attic epic)

    Morphologia Graeca > συγκράτει

  • 4 συγκρατέω

    συγκρατέω fut. συγκρατήσω; 1 aor. pass. συνεκρατήθην (Plut. et al.; Ps 16:5 Sym.; Jos., Ant. 8, 67; Ath. 10, 1)
    to keep parts together, hold together w. acc. (Anaximenes [VI B.C.] 2 Diels: ἡ ψυχὴ συγκρατεῖ ἡμᾶς) Hs 9, 7, 5.
    to be supportive by surrounding, surround (and protect) τὸν λαόν Hs 5, 5, 3; cp. 9, 12, 8.
    to give suppport to, support, hold upright (cp. Aretaeus 3, 5, 7; 40, 29 Hude ὕπνος συγκ. τὰ μέλεα; Geopon., Prooem. 6) pass., of a sick pers. ἵνα συγκρατηθῇ ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματος αὐτοῦ that the person’s weak body might find support Hv 3, 11, 4.—DELG s.v. κράτος.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > συγκρατέω

См. также в других словарях:

  • συγκρατεῖ — συγκρατέω hold together pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) συγκρατέω hold together pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) συγκρατέω hold together pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) συγκρατέω hold together pres ind act 3rd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκράτει — συγκρατέω hold together pres imperat act 2nd sg (attic epic) συγκρατέω hold together pres imperat act 2nd sg (attic epic) συγκρατέω hold together imperf ind act 3rd sg (attic epic) συγκρατέω hold together imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • συγκρατώ — συγκράτησα, συγκρατήθηκα, συγκρατημένος 1. στηρίζω, κρατώ: Τα δέντρα συγκράτησαν το αυτοκίνητο που έπεφτε στη χαράδρα. 2. παρεμποδίζω, αναχαιτίζω: Συγκράτησε με δυσκολία τους στρατιώτες του που φλέγονταν από το ζήλο της μάχης. 3. χαλιναγωγώ,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έχμα — τὸ (Α ἔχμα) καθετί που συγκρατεί κάτι, το στήριγμα, το έρεισμα («ἔχματα πύργων», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. σιδερένιο τεμάχιο με κεκαμμένα και τα δύο αιχμηρά άκρα που χρησιμοποιείται κυρίως στους ξύλινους σκελετούς τών οικοδομών, για να συνδέσει δύο… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • συνοχέας — ο / συνοχεύς, έως, ΝΜΑ [συνέχω] νεοελλ. 1. καθετί που προσδίδει συνοχή, που συγκρατεί 2. βοτ. ο λεπτός σύνδεσμος από παρεγχυματικό ιστό που συνδέει τους γυρεοσακους τού ανθήρα, στον στήμονα τού άνθους τών αγγειόσπερμων φυτών 3. φυσ. φωρατής… …   Dictionary of Greek

  • τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοπορία — Ονομάζεται έτσι η τεχνική της πτήσης με ανεμόπτερο και η σχετική με αυτήν οργάνωση. Αν εξαιρεθεί η απουσία του κινητήρα πρόωσης, η πτήση ενός ανεμόπτερου διέπεται από τους ίδιους νόμους της αεροδυναμικής οι οποίοι ρυθμίζουν την πτήση όλων των… …   Dictionary of Greek

  • απιονισμός ή αποϊονισμός — Μέθοδος ελευθέρωσης του νερού από τα ξένα ιόντα που περιέχει. Μερικές ουσίες, φυσικές ή συνθετικές, που λέγονται ιοντοανταλλακτικές ρητίνες, έχουν τη δυνατότητα να συγκρατούν ένα ιόν και να το αντικαθιστούν αποδίδοντας σε αντάλλαγμα ένα άλλο.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»