Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συγκρίνω

См. также в других словарях:

  • συγκρίνω — συγκρίνω, σύγκρινα και συνέκρινα βλ. πίν. 172 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συγκρίνω — συγκρί̱νω , συγκρίνω bring into combination aor subj act 1st sg συγκρί̱νω , συγκρίνω bring into combination pres subj act 1st sg συγκρί̱νω , συγκρίνω bring into combination pres ind act 1st sg συγκρί̱νω , συγκρίνω bring into combination aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρινῶ — συγκρῐνῶ , συγκρίνω bring into combination aor subj pass 1st sg (attic epic doric) συγκρῐνῶ , συγκρίνω bring into combination fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρίνω — ΝΜΑ [κρίνω] 1. παραβάλλω δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα εξετάζοντας τις μεταξύ τους ομοιότητες ή διαφορές, αντιπαραθέτω, παραλληλίζω 2. μέσ. συγκρίνομαι παραβάλλω τον εαυτό μου με άλλον, παραβγαίνω («δεν συγκρίνεται» δεν επιδέχεται σύγκριση …   Dictionary of Greek

  • συγκρίνω — σύγκρινα και συνέκρινα, συγκρίθηκα, παραβάλλω κάτι με κάτι άλλο: Αν συγκρίνουμε τους δύο πολιτισμούς, θα διαπιστώσουμε τη μεγάλη ομοιότητά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκεκριμένα — συγκρίνω bring into combination perf part mp neut nom/voc/acc pl συγκεκριμένᾱ , συγκρίνω bring into combination perf part mp fem nom/voc/acc dual συγκεκριμένᾱ , συγκρίνω bring into combination perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεκριμένον — συγκρίνω bring into combination perf part mp masc acc sg συγκρίνω bring into combination perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεκριμένων — συγκρίνω bring into combination perf part mp fem gen pl συγκρίνω bring into combination perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρῖνον — συγκρίνω bring into combination pres part act masc voc sg συγκρίνω bring into combination pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεκρικέναι — συγκρίνω bring into combination perf inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεκρικότων — συγκρίνω bring into combination perf part act masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»