-
1 συγκρίνω
[сингрино] р. сравнивать, сличать, сопоставлять.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συγκρίνω
-
2 сопоставить
сопоставить, сопоставлять αντιπαραβάλλω· συγκρίνω (сравнивать)* * *= сопоставлятьαντιπαραβάλλω; συγκρίνω ( сравнивать) -
3 сравнить
-
4 равнять
ρ.δ.μ.1. εξισώνω•смерть -ет всех людей ο θάνατος εξισώνει όλους τους ανθρώπους.
2. συγκρίνω, παραβάλλω•равнять с собой συγκρίνω με τον εαυτό μου.
3. ισοπεδώνω, ομαλύνω•равнять землю, дорогу ισοπεδώνω το γήπεδο, το δρόμο.
|| ευθυγραμμίζω, ζυγίζω•равнять шеренгу ευθυγραμμίζω το ζυγό (ζυγίζω).
1. ισούμαι•доход -ется с расходу τα έσοχα ισούνται με τα έξοδα.
2. ευθυγραμμίζομαι.(προστκ.) -йтесь! ζυγείτε! ζυγηθειτε! (παράγγελμα).3. προσπαθώ να φτάσω, να ευθυγραμμιστώ, να εξομοιωθώ με κάποιον.4. (μαθ.) εξισούμαι, ισούμαι, ισοδυναμώ, κάνω•четыре и три -ется семи τέσσερα και τρία κάνουν (ίσον) εφτά.
|| μτφ. αντιστοιχώ. -
5 считать
считать 1ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. считзняый, βρ: -тэл, -а, -о.1. αριθμώ μετρώ•считать до десяти μετρώ ως τα δέκα.
2. μ. λογαριάζω•считать деньги μετρώ τα χρήματα•
считать овец μετρώτα πρόβατα•
считать на счтах λογαριάζω στο αριθμητήριο•
считать температуру μετρώ τη θερμοκρασία•
считать в километрах μετρώ σε χιλιόμετρα.
|| μτφ. (ανα) θυμούμαι, αναλογίζομαι•считать обиды αναλογίζομαι τις προσβολές•
считать зло θυμούμαι το κακό ή την κακία.
3. υπολογίζω. || θεωρώ, νομίζω, φρονώ• εκλαμβάνω•, что он прав νομίζω ότι αυτός έχει δίκιο•его считатьли умершим τον είχαν για πεθαμένο•
нас за ни кого не -ют μας έχουν (θεωρούν) για τίποτε•
считать своим долгом θεωρώ καθήκον μου.
εκφρ.считать дни, часы, минуты – μετρώ τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά (περιμένω ανυπόμονα)•считать звзды – μετρώ τ αστέρια: α) ονειροπολώ, β) χαζεύω.1. μετρώ, λογαριάζω. || λογαριάζομαι, κάνω λογαριασμό με κάποιον. || βρίσκω λογαριασμό•считать нельзя να βρω λογαριασμόείναι αδύνατο (για πλήθος αντικειμένων).
2. λαβαίνω (παίρνω) υπ όψη. || υπολογίζομαι, υπολήπτομαι.3. θεωρούμαι, λογίζομαι.4. ανήκω, είμαι γραμμένος στη δύναμη•я -юсь во втором батальоне ανήκω στο δεύτερο τάγμα.
5. μετριέμαι, αριθμούμαι• λογαριάζομαι.считать 2ρ.σ.μ. διαβάζω, συγκρίνω κείμενο•считать гранку с рукописью συγκρίνω το δοκίμιο με το χειρόγραφο.
-
6 противопоставить
1. (сравнить, сопоставить) συγκρίνω, αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλλω 2. (обратить против кого-, чего-л) αντιτάσσω, αντιτίθεμαι, αντιπαρατάσσωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > противопоставить
-
7 сверять
αντιπαραβάλλω, συγκρίνω, συσχετίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сверять
-
8 сличать
(αντι)παραβάλλω, συγκρίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сличать
-
9 сопоставление
η αντιπαραβολή, η σύγκριση- ять αντιπαραβάλλω, συγκρίνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сопоставление
-
10 сравнивать
I.(проводить сравнение) συγκρίνω, παραβάλλω.II.(приводить к одному уровню) εξισώνω, εξισώ.III.(делать ровным) ισοπεδώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сравнивать
-
11 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
12 параллель
параллельж1. мат ἡ παράλληλος·2. геогр. ὁ παράλληλος·3. перен ὁ παραλληλισμός:провести \параллель παραλληλίζω, συγκρίνω. -
13 приравнивать
приравниватьнесов, приравнять сов ἐξισώνω, συγκρίνω. -
14 равиять
равия||тьнесов1. (делать равным) ίσοπεδώ, ἐξισώνω, ἐξισώ·2. (с кем-л.) συγκρίνω, παραβάλλω:их нельзя \равиять δέν παραβάλλονται. -
15 сличать
слич||а́тьнесов ἀντιπαραβάλλω, συγκρίνω. -
16 сопоставлять
сопостав||ля́тьнесов (ἀντι-) παραβάλλω/ συγκρίνω (сравнивать). -
17 сравнивать
сравнивать Iнесов (сопоставлять) συγκρίνω, παραβάλλω.сравнивать IIнесов (делать одинаковым) ἐξισώνω, ἐξισώ.сравнивать IIIнесов (делать ровным) ἰσοπεδώνω. -
18 уподоблять
уподоб||лятьнесов (чему-л.) παρομοιάζω/ συγκρίνω, παραβάλλω (сравнивать). -
19 сличать
[σλιτσάτ'] ρ. συγκρίνω -
20 сопоставлять
[σαπασταβλγιάτ'/] ρ. συγκρίνω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συγκρίνω — συγκρίνω, σύγκρινα και συνέκρινα βλ. πίν. 172 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συγκρίνω — συγκρί̱νω , συγκρίνω bring into combination aor subj act 1st sg συγκρί̱νω , συγκρίνω bring into combination pres subj act 1st sg συγκρί̱νω , συγκρίνω bring into combination pres ind act 1st sg συγκρί̱νω , συγκρίνω bring into combination aor ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρινῶ — συγκρῐνῶ , συγκρίνω bring into combination aor subj pass 1st sg (attic epic doric) συγκρῐνῶ , συγκρίνω bring into combination fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρίνω — ΝΜΑ [κρίνω] 1. παραβάλλω δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα εξετάζοντας τις μεταξύ τους ομοιότητες ή διαφορές, αντιπαραθέτω, παραλληλίζω 2. μέσ. συγκρίνομαι παραβάλλω τον εαυτό μου με άλλον, παραβγαίνω («δεν συγκρίνεται» δεν επιδέχεται σύγκριση … Dictionary of Greek
συγκρίνω — σύγκρινα και συνέκρινα, συγκρίθηκα, παραβάλλω κάτι με κάτι άλλο: Αν συγκρίνουμε τους δύο πολιτισμούς, θα διαπιστώσουμε τη μεγάλη ομοιότητά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκεκριμένα — συγκρίνω bring into combination perf part mp neut nom/voc/acc pl συγκεκριμένᾱ , συγκρίνω bring into combination perf part mp fem nom/voc/acc dual συγκεκριμένᾱ , συγκρίνω bring into combination perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκριμένον — συγκρίνω bring into combination perf part mp masc acc sg συγκρίνω bring into combination perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκριμένων — συγκρίνω bring into combination perf part mp fem gen pl συγκρίνω bring into combination perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρῖνον — συγκρίνω bring into combination pres part act masc voc sg συγκρίνω bring into combination pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκρικέναι — συγκρίνω bring into combination perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκρικότων — συγκρίνω bring into combination perf part act masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)