-
1 сверять
αντιπαραβάλλω, συγκρίνω, συσχετίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сверять
-
2 сопоставить
сопоставить, сопоставлять αντιπαραβάλλω· συγκρίνω (сравнивать)* * *= сопоставлятьαντιπαραβάλλω; συγκρίνω ( сравнивать) -
3 сверить
ρ.σ.μ.αντιπαραβάλλω, συγκρίνω•сверить копию с подлинником αντιπαραβάλλω το αντίγραφο με το πρωτότυπο.
διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξελέγχω. -
4 противопоставить
1. (сравнить, сопоставить) συγκρίνω, αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλλω 2. (обратить против кого-, чего-л) αντιτάσσω, αντιτίθεμαι, αντιπαρατάσσωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > противопоставить
-
5 сопоставление
η αντιπαραβολή, η σύγκριση- ять αντιπαραβάλλω, συγκρίνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сопоставление
-
6 оригинал
оригиналм1. (подлинник) τό πρωτό-τυπο[ν]:сверять с \оригиналом полигр. ἀντιπαραβάλλω μέ τό πρωτότυπο[ν]·2. (о человеке) ὁ ἰδιόρρυθμος, ὁ παράδοξος, ὁ ἀλ-λοκοτος. -
7 противопоставлять
противопоставлятьнесов ἀντιτάσσω, ἀντιπαρατάσσω, ἀντιπαραθέτω, ἀντιπαραβάλλω. -
8 сверять
сверятьнесов ἀντιπαραβάλλω. -
9 сличать
слич||а́тьнесов ἀντιπαραβάλλω, συγκρίνω. -
10 сверять
[σβιργιάτ'] ρ. αντιπαραβάλλω -
11 сверять
[σβιργιάτ'] ρ αντιπαραβάλλω -
12 вычитать
ρ.σ.μ.1. μαθαίνω, πληροφορούμαι διαβάζοντας• вычитать что-н. в газетах μαθαίνω κάτι από τις εφημερίδες.2. αντιπαραβάλλω έγγραφο με το πρωτότυπο, συγκρίνω, ελέγχω.ся μαθαίνομαι, γίνομαι γνωστός με το διάβασμα, την ανάγνωση. -
13 противопоставить
ρ.σ.μ. (με δοτ.)1. αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλλω συγκρίνω.2. αντιτάσσω, αντιθέτω αντιπαρατάσσω. -
14 соображать
ρ.δ.1. μ. αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω, πιάνω με τη σκέψη. || απεικάζω, μαντεύω.2. μ. βάζω με το νου μου, σκέπτομαι, διαλογίζομαι• κρίνω.3. μ. παλ. αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλλω, συγκρίνω.παλ. παίρνω υπ όψη•соображать с обстоятельствами λαβαίνω υπ όψη τις περιστάσεις.
|| αντιστοιχώ, ανταποκρίνομαι. -
15 сопоставить
-влю, -вишьρ.σ.μ. αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλλω, συγκρίνω, συσχετίζω.αντιπαραθέτομαι, αντιπαραβάλλομαι, συγκρίνομαι, συσχετίζομαι. -
16 сравнить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. ενστ. сравнимый, βρ: -ним, -а, -о, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сравненный, βρ: -нен, -нена, -нено ρ.σ.μ.συγκρίνω, παραβάλλω, αντιπαραβάλλω, συμπαραβάλλω, αντιπαραθέτω• παραλληλίζω.συγκρίνομαι, παραβάλλομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
ἀντιπαραβάλλω — place side by side pres subj act 1st sg ἀντιπαραβάλλω place side by side pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιπαραβάλλω — αντιπαραβάλλω, αντιπαρέβαλα βλ. πίν. 146 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντιπαραβάλλω — (AM ἀντιπαραβάλλω) βάζω κάτι δίπλα σε κάτι άλλο για να τα συγκρίνω, παραλληλίζω αρχ. συνεισφέρω, δίνω κάτι αντί για κάτι άλλο … Dictionary of Greek
αντιπαραβάλλω — άβαλα, βλήθηκα, συγκρίνω: Ζητούσε να αντιπαραβάλει τις σημερινές και τις παλιότερες συνθήκες ζωής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιπαραβαλεῖν — ἀντιπαραβάλλω place side by side aor inf act (attic epic doric) ἀντιπαραβάλλω place side by side fut inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαραβαλλόμενον — ἀντιπαραβάλλω place side by side pres part mp masc acc sg ἀντιπαραβάλλω place side by side pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαραβαλλόντων — ἀντιπαραβάλλω place side by side pres part act masc/neut gen pl ἀντιπαραβάλλω place side by side pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαραβάλλει — ἀντιπαραβάλλω place side by side pres ind mp 2nd sg ἀντιπαραβάλλω place side by side pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαραβάλλομεν — ἀντιπαραβάλλω place side by side pres ind act 1st pl ἀντιπαραβάλλω place side by side imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαραβάλλοντα — ἀντιπαραβάλλω place side by side pres part act neut nom/voc/acc pl ἀντιπαραβάλλω place side by side pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπαραβάλλοντι — ἀντιπαραβάλλω place side by side pres part act masc/neut dat sg ἀντιπαραβάλλω place side by side pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)