-
1 συγκλιτης
-
2 συγκλίτης
συγκλίτηςone who lies with: masc nom sg -
3 συγκλίτης
A one who lies with one, companion at table, Plu. 2.149b,503a, Ἀρχ. Ἐφ.1931.177 ([place name] Thessaly).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκλίτης
-
4 συγκλίτης
συγ-κλίτης, ὁ, der mit zu Tische liegt, der Tischgenosse -
5 συγκλινος
-
6 σύγ-κλινος
σύγ-κλινος, ὁ, = συγκλίτης, Men. bei Poll. 6, 12.
-
7 συγκλιτών
-
8 συγκλιτῶν
-
9 συγκλίτη
-
10 συγκλίτῃ
-
11 σύγκλινος
σύγκλῑνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύγκλινος
См. также в других словарях:
συγκλίτης — one who lies with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλίτης — ὁ, Α αυτός που συντρώγει σε συμπόσιο μαζί με άλλον ή με άλλους, συνδαιτημόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κλίτης (< θ. κλι τού κλίνω + κατάλ. της), πρβλ. παρα κλίτης] … Dictionary of Greek
συγκλιτῶν — συγκλίτης one who lies with masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλίτῃ — συγκλίτης one who lies with masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)