Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συγκλίτης

См. также в других словарях:

  • συγκλίτης — one who lies with masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκλίτης — ὁ, Α αυτός που συντρώγει σε συμπόσιο μαζί με άλλον ή με άλλους, συνδαιτημόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κλίτης (< θ. κλι τού κλίνω + κατάλ. της), πρβλ. παρα κλίτης] …   Dictionary of Greek

  • συγκλιτῶν — συγκλίτης one who lies with masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκλίτῃ — συγκλίτης one who lies with masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»