-
1 συγκλίτης
συγ-κλίτης, ὁ, der mit zu Tische liegt, der Tischgenosse -
2 σύγ-κλινος
σύγ-κλινος, ὁ, = συγκλίτης, Men. bei Poll. 6, 12.
См. также в других словарях:
συγκλίτης — one who lies with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλίτης — ὁ, Α αυτός που συντρώγει σε συμπόσιο μαζί με άλλον ή με άλλους, συνδαιτημόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κλίτης (< θ. κλι τού κλίνω + κατάλ. της), πρβλ. παρα κλίτης] … Dictionary of Greek
συγκλιτῶν — συγκλίτης one who lies with masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλίτῃ — συγκλίτης one who lies with masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)