-
1 συγκινώ
συγκινέωstir up: pres subj act 1st sg (attic epic doric)συγκινέωstir up: pres ind act 1st sg (attic epic doric)συγκῑνῶ, συγκινέωstir up: pres subj act 1st sg (attic epic doric)συγκῑνῶ, συγκινέωstir up: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 συγκινῶ
συγκινέωstir up: pres subj act 1st sg (attic epic doric)συγκινέωstir up: pres ind act 1st sg (attic epic doric)συγκῑνῶ, συγκινέωstir up: pres subj act 1st sg (attic epic doric)συγκῑνῶ, συγκινέωstir up: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 συγκινώ
(ε) μετ.1) волновать; 2) трогать, умилять (кого-л.), вызывать умиление (у кого-л.);1) — волноваться; — очень переживать;συγκινούμαι
2) умиляться, приходить в, умиление; растрогаться -
4 συγκινώ
[сингино] р. волновать, трогать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συγκινώ
-
5 συγκινώ
[сингино] ρ волновать, трогать. -
6 συγκινώ
commoure -
7 взволновать
-
8 волновать
волновать συγκινώ, ταράζω \волноваться συγκινούμαι, ανησυχώ· море волнуется η θάλασσα είναι ταραγμένη* * *συγκινώ, ταράζω -
9 растрогать
-
10 тронуть
тронуть 1) αγγίζω, πειράζω, θίγω 2) (взволновать ) συγκινώ* * *1) αγγίζω, πειράζω, θίγω2) ( взволновать) συγκινώ -
11 трогать
трогатьнесов1. (прикасаться) ἀγγίζω, θίγω·2. (волновать) συγκινώ:\трогать до слез συγκινώ μέχρι δακρύων это его́ не трогает αὐτά δέν τόν συγκινοῦν ◊ трогай! ἐμπρός!, τράβα!. -
12 трогать
ρ.δ.μ.1. θίγω, εγγίζω• ψαύω, άπτομαι•трогать пальцем εγγίζω με το δάχτυλο.
|| επιθέτω• ακουμπώ. || παίρνω•эти деньги не -айте! αυτά τα χρήματα μην τα πειράζετε! || επιχειρώ κάτι• επιλαμβάνομαι, ανησυχώ ενοχλώ•
никто здесь нас не трогал κανένας εδώ δε μας ενοχλούσε.
|| επιτίθεμαι•собака эта никого не -ает αυτό το σκυλί δε χύνεται σε κανέναν.
2. μτφ. κινώ ελαφρά, προκαλώ ελαφρά κίνηση.3. μτφ. συγκινώ•меня -ает е судьба με συγκινεί η τύχη της•
трогать до слз συγκινώ μέχρι δάκρυα•
его речь -ает сердца слушателей ο λόγος του συγκινεί τις καρδιές των ακροατών.
4. κουνώ, κινώ, παρακινώ, παροτρύνω.5. ξεκινώ, εκκινώ•лошади -ают τα άλογα ξεκινούν.
|| трогатьай προστκ. (για άλογο, αμαξά κ.τ.τ.)• άιντε, ξεκινά, πάμε, τράβα.1. θίγω, εγγίζω, άπτομαι• ψαύω.2. ξεκινώ, εκκινώ• αναχωρώ, φεύγω•поезд -ается το τρένο ξεκινά•
трогать в путь ξεκινώ για δρόμο (πορεία)•
3. μετακινούμαι•не трогать с места δεν το κουνώ από τη θέση.
4. μτφ. συγκινούμαι• — до слз συγκινούμαι μέχρι δάκρυα. -
13 возбуждать
1. (побуждать) προκαλώ, κινώ, παροτρύνω 2. (предлагать что-л. на обсуждение или решение) (ανα)κινώ, προωθώ 3. (взволновать) συγκινώ 4. физиол. ερεθίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > возбуждать
-
14 брать
братьнесов1. прям., перен παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω:\брать руками πιάνω μέ τά χέρια μου; \брать с собой παίρνω μαζύ μου; \брать тему для сочинения διαλέγω θέμα γιά ἐκθεση ίδεῶν;2. (принимать) παίρνω, προσλαμβάνω:\брать на работу προσλαμβάνω (или παίρνω) στή δουλειά; \брать домработницу, прислугу παίρνω ὑπηρέτρια; \брать на воспитание υἱοθετῶ, παίρνω νά ἀναθρέψω; \брать на учет καταγράφω, βάζω στήν κατάσταση, σημειώνω, ὑπολογίζω;3. (в обладание, в пользование) παίρνω:\брать в долг (взаймы) παίρνω δανεικά;4. (покупать) παίρνω, ἀγοράζω:\брать билеты в театр παίρνω είσιτήρια γιά τό θέατρο;5. (взимать, взыскивать) παίρνω:\брать» налоги εἰσπράττω φόρους; \брать дорого за что-л. παίρνω ἀκριβά γιά κάτι; ◊ \брать ванну κάνω μπάνιο; \брать такси́ παίρνω ταξι \брать уроки παίρνω μαθήματα; \брать отпуск παίρνω (или λαμβάνω)) ἀδεια; \брать обещание παίρνω ὑπόσχεση ἀπό κάποιον \брать пример παίρνω παράδειγμα; \брать подъем βγάζω τόν ἀνήφορο; \брать начало προέρχομαι, ξεκινώ, ἀρχινώ; \брать хитростью καταφέρνω μέ πονηριά; \брать в расчет ὑπολογίζω, λογαριάζω; \брать в плен αἰχμαλωτίζω; \брать крепость παίρνω (или κυριεύω) τό φρούριο; \брать себя в ру́ки συνέρχομαι, συγκρατιέμαι, αὐτοκυριαρχοῦμαι; не \брать в рот чего-л. δέν βάζω στό στόμα μου κάτι; меня берет сомнение μοῦ γεννήθηκε ἀμφιβολία; \брать за горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό; \брать за сердце συγκινώ, προκαλώ δυνατή συγκίνηση; \брать в скобки βάζω σέ παρένθεση. -
15 волновать
волноватьнесов1. (водную поверхность) ταράζω·2. перен συγκινώ/ ἀνησυχώ, ἀναστατώνω (тревожить, беспокоить):\волновать умы ἐξάπτω (или διεγείρω) τά πνεύματα \волноваться1. ταράζομαι (о море, о толпе)/ κυματίζω (о ниве)·2. перен (тревожиться) ἀνησυχώ, ἀναστατώνομαι, ταράζομαι. -
16 живой
жив||ойприл1. ζωντανός:\живойое существо́ τό ζωντανό πλάσμα· \живой пример τό ζωντανό παράδειγμα· жив и здоров σῶος καί ὑγιής·2. (полный жизни, подвижный) ζωηρός:\живой ребенок (ум) τό ζωηρό παιδάκι (πνεῦμα)· \живойые глаза τά ζωηρά μάτια· \живойо́е воспоминание (воображение) ἡ ζωηρή ἀνάμνηση (φαντασία)· принимать \живойо́е участие в чем-л. παίρνω δραστήριο μέρος σέ κάτι· ◊ \живой язык ἡ ζωντανή γλώσσα· \живойые цвети τά φυσικά ἄνθη· \живойые краски ζωηρά χρώματα· задеть кого́-л. за \живойо́е πειράζω πολύ, συγκινώ βαθειἄ на \живойу́ю ийтку τό τρύπωμα· остаться в \живойых μένω ζωντανός, ἐπιζῶ· ни жив ни мертв разг μέ τήν ψυχή στό στόμα· \живойо́го места нет δέν ἔμεινε оСте ἕνα γερό μέρος στό κορμί μου· ни (одной) \живой души ὁὔτε φυχή. -
17 задевать
задевать Iнесов1. (касаться) ἀγγίζω, ἀκουμπώ κάτι κάποιον, θίγω, ἀγγίζω·2. перен (затрагивать) θίγω, προσβάλλω:\задевать самолюбие θίγω κάποιον στό φιλότιμο· \задевать чьи́-л. интересы θίγω τά συμφέροντα κάποιου· \задевать кого-л. πειράζω πολύ, συγκινώ βαθειά.задевать IIсов разг χώνω, βάζω (засунуть)! βάζω, ξεχνώ ποῦ τό βάζω κάτι (затерять). -
18 разжалобить
разжалобитьсов συγκινώ, κάνω κάποιον νά μέ λυπηθεί. -
19 растрогать
растрогатьсов συγκινώ. -
20 сердце
сердц||ес в разн. знач. ἡ καρδιά, ἡ καρδία:болезни \сердцеа τά καρδιακά νοση-ματα, οἱ καρδιοπάθειες· порок \сердцеа τό καρδιακό νόσημα· доброе \сердце ἡ καλή (или ἡ ἀγατή) καρδιά· каменное \сердце ἡ καρδιά πέτρα· покорить чье-л, \сердце αίχμαλωτίζω, μαγεύω· открыть кому-л, \сердце ἀνοίγω σέ κάποιον τήν καρδιά μου· принимать близко к \сердцеу τό παίρνω κατάκαρδα· \сердце мое разрывается ραγίζει ἡ καρδιά μου· \сердце мое обливается кровью μοῦ ματώνει ἡ καρδιά· щемит \сердце σφίγγει ἡ καρδιά, πονεῖ ἡ καρδιἄ у меня \сердце не лежит кчему́-л., к кому́-л. δεν μέ τραβάει· у меня тяжело́ на \сердце ἔχω βάρος στήν καρδιά μου, βαρυθυμω· у меня \сердце замирает μοῦ κόβεται ἡ ἀναπνοή· с замиранием \сердцеа μέ συγκρατημένη ἀναπνοή· с открытым \сердцеем μέ ἀνοιχτή καρδιά· с тяжелым \сердцеем μέ βαρειά καρδιά· с легким \сердцеем χωρίς δισταγμό· от всего \сердцеа μέ ὅλη μου τήν καρδιά, ἐξ ὅλης καρδίας· всем \сердцеем μ' ὁλην μου τήν καρδιά· ◊ скрепя \сердце ἀνόρεχτα, μέ τό στανιό· положи ру́ку на \сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά· отлегло́ от \сердцеа καθησυχάζω (άμετ.)· брать за \сердце συγκινώ· сорвать \сердце на ко́м-л. ξεσπάνω, ξεθυμαίνω σέ κάποιον в \сердцеа́х πάνω στον θυμό· с глаз долой \сердце из \сердцеа вон погов. μάτια πού δέν βλέπονται γρήγορα λησμονιοῦνται.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συγκινώ — συγκινῶ, έω, ΝΑ [κινῶ] ταράζω κάποιον ψυχικά, διεγείρω τον συναισθηματικό κόσμο κάποιου, προξενώ συναίσθημα λύπης ή χαράς («συγκινήθηκα πολύ όταν τόν είδα») αρχ. 1. συνταράσσω («συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους», ΚΔ) 2. ανακινώ,… … Dictionary of Greek
συγκινώ — συγκινώ, συγκίνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συγκινώ — συγκίνησα, συγκινήθηκα, συγκινημένος, προκαλώ συγκίνηση: Πολύ με συγκίνησε αυτή η ταινία. – Δε συγκινείται με τίποτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκινῶ — συγκινέω stir up pres subj act 1st sg (attic epic doric) συγκινέω stir up pres ind act 1st sg (attic epic doric) συγκῑνῶ , συγκινέω stir up pres subj act 1st sg (attic epic doric) συγκῑνῶ , συγκινέω stir up pres ind act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
αγγίζω — 1. επιθέτω, ακουμπώ απαλά τα δάχτυλά μου κάπου, ψαύω 2. θίγω, πειράζω, ενοχλώ 3. συγκινώ 4. προσεγγίζω, πλησιάζω 5. ακουμπώ, άπτομαι 6. ψηλαφώ, εξετάζω 7. δοκιμάζω, γεύομαι 8. μέσ. θυμώνω, ενοχλούμαι, πειράζομαι 9. παθ. προσβάλλομαι από σοβαρή… … Dictionary of Greek
δονώ — ( έω) (AM δονῶ) 1. πάλλω, τινάσσω, θέτω σε παλμική κίνηση 2. συγκινώ, συγκλονίζω αρχ. 1. παρασύρω («τὰς [ενν. βόας] οἶστρος ἐδόνησεν», Ομ. Ιλ.) 2. διαταράσσω, φοβίζω, εκπλήττω 3. (για έρωτα) εξεγείρω, ταράσσω 4. παθ. ( οῡμαι) περιστρέφομαι 5.… … Dictionary of Greek
εισμαίομαι — εἰσμαίομαι (Α) λυπώ, συγκινώ … Dictionary of Greek
επικάμπτω — (AM έπικάμπτω) 1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ώστε να σχηματίσει γωνία, κυρτώνω 2. (αμτβ.) κυρτώνομαι μσν. μέσ. ἐπικάμπτομαι είμαι προσηνής, ευπροσήγορος («οὗτος συνήλγει πάσχουσι, συνέκαμνε πονοῦσι, τοῖς ξένοις ἐπεκάμπτετο, φίλους παρεμυθεῖτο», Κ.… … Dictionary of Greek
επικλώ — ἐπικλῶ, άω (AM) παθ. ἐπικλῶμαι, άομαι συγκινούμαι, κάμπτομαι, λυγίζω («καὶ μὴ παλαιὰς ἀρετάς... ἀκούοντες ἐπικλασθῆτε», Θουκ.) μσν. παθ. μοιράζομαι, μερίζομαι αρχ. 1. λυγίζω, κάμπτω, στρέφω 2. (για πρόσ.) φρ. «ἐπικλῶμαί τι» έχω κάτι λυγισμένο… … Dictionary of Greek
καταδακρύω — (Α) 1. κλαίω πικρά («ταῡτα λέγων κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῡ τύχην», Ξεν.) 2. κάνω κάποιον να δακρύσει, συγκινώ … Dictionary of Greek