-
1 συγκαταμείγνυμι
A mix in with, mingle, blend with, Χάριτας Μούσαις συγκαταμειγνύς E HF674 (lyr.);ᾠδαῖς καὶ θαλίαις τὴν ψυχὴν συγκαταμειγνύναι X.Hier.6.2
:— [voice] Pass., σ. εἰς τὸ σῶμα to be absorbed into.., Pl.Plt. 288e; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκαταμείγνυμι
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский