-
1 συγκέντρωση
[-ις (-εως)] η1) сосредоточение, концентрация (тж. перен.); группировка; собирание, сбор, накапливание (тж. перен.); массирование (воен.);συγκέντρωση πυρών — сосре-
доточение огня;συγκέντρωση στοιχείων — сбор фактов;
συγκέντρωση προσοχής — сосредоточивание внимания;
2) собрание;κομματική συγκέντρωση — партийное собрание;
3) концентрация; централизация; объединение;συγκέντρωση καί συγκεντροποίηση τού κεφαλαίου — концентрация и централизация капитала;
συγκέντρωση της παραγωγής — концентрация производства;
§ στρατόπεδο συγκέντρωσης — концентрационный лагерь
-
2 συγκέντρωση
[сингэндроси] та. Θ. сосредоточивание, концентрация, объединение, централизация.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συγκέντρωση
-
3 συγκέντρωση
[сингэндроси] та. Θ. сосредоточивание, концентрация, объединение, централизация. -
4 συγκέντρωση
1) abolition2) centralisation -
5 συγκέντρωση
1) concentration2) gatheringΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συγκέντρωση
-
6 kermes
συγκέντρωση -
7 konsantrasyon
συγκέντρωση -
8 merkezileştirme
συγκέντρωση -
9 concentration
συγκέντρωση -
10 gathering
συγκέντρωση -
11 toplantı
συγκέντρωση, συνάντηση, ομηγύση -
12 yığınak
συγκέντρωση, συνάθροιση -
13 yığışma
συγκέντρωση πλήθους, συσσώρευση -
14 сосредоточение
-я ουδ.συγκέντρωση•внимания συγκέντρωση της προσοχής•
сосредоточение сил συγκέντρωση των δυνάμεων•
сосредоточение войск συγκέντρωση στρατευμάτων.
-
15 концентрация
-и θ.συγκέντρωση• πυκνότητα•концентрация войск συγκέντρωση στρατευμάτων•
концентрация населения συγκέντρωση του πληθυσμού•
раствор высокой -и διάλυμα μεγάλης πυκνότητας.
-
16 сбор
-а (-у) α.1. μάζεμα, συγκομιδή•сбор хлопка, μάζεμα του βαμπακιού•
сбор винограда ο τρύγος, το τρύγημα•
сбор лекарстенных трав μάζεμα φαρμακευτικών χόρτων (βοτάνων).
2. συγκέντρωση• είσπραξη•сбор налогов είσπραξη φόρων.
|| σύναξη, συγκέντρωση• συνάθροιση•сбор на демонстрацию συγκέντρωση για τη διαδήλωση.
|| προσκλητήριο•сбор трубачи играют сбор οι σαλπιγκτές σημαίνουν προσκλητήριο.
3. πλθ. -ы (προ)ετοιμασίες (για αναχώρηση ταξίδι, δρόμο κ.τ.τ.).εκφρ.в -е – συγκεντρωμένοι, παρόντες. -
17 собрание
-я ουδ.1. παλ. συγκέντρωση•собрание сведений συγκέντρωση πληροφοριών•
собрание исторических материалов συγκέντρωση ιστορικού υλικού.
2. συλλογή, μάζεμα•собрание древних монет συλλογή αρχαίων νομισμάτων•
собрание сочинений συλλογή έργων λογοτεχνικών.
|| συνάθροιση, σύναξη.3. συνέλευση•общее собрание γενική συνέλευση•
провести собрание διεξάγω (κάνω) συνέλευση•
партийное собрание κομματική συνέλευση•
национальное собрание εθνοσυνέλευση.
4. παλ. χώρος συγκέντρωσης. -
18 сбор
1. (собирание) το μάζεμα, η συγκέντρωση, η συλλογή 2. (урожая) η συγκομιδή, το μάζεμα 3. (налог) τα τέλ/ητα έξοδαοι δαπάνεςη επιβάρυνσηгербовый эк. - ο φόρος του χαρτοσήμουтаможенный - τελωνειακά -, ο τελωνειακός δασμός4. (встреча) η συγκέντρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сбор
-
19 митинг
-
20 сбор
сбор м 1) (чего-л.) το μάζεμα 2) (собрание ) η συγκέντρωση 3) (взимание ) η είσπραξη 4) мн.: \сборы οι προετοιμασίες* * *м1) (чего-л.) το μάζεμα2) ( собрание) η συγκέντρωση3) ( взимание) η είσπραξη4) мн.сборы — οι προετοιμασίες
См. также в других словарях:
συγκέντρωση — Στη χημεία σ. λέγεται η αναλογία μιας ουσίας που υπάρχει σ’ ένα μείγμα στερεό, υγρό ή αέριο. Η σ. μπορεί να εκφραστεί κατά διάφορους τρόπους, γενικά όμως ορίζεται με την ποσότητα της ουσίας που περιέχεται στη μονάδα του όγκου. Στα υγρά μείγματα… … Dictionary of Greek
συγκέντρωση — η 1. συνάθροιση, μάζεμα: Δεν ήταν δυνατή η συγκέντρωση όλων των μελών της κυβέρνησης. 2. σύνολο ανθρώπων συγκεντρωμένων σε ένα μέρος: Στην πολυπληθή συγκέντρωση μίλησε ο πρόεδρος του συλλόγου. 3. αφοσίωση σε κάτι, απασχόληση της σκέψης… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αίμαρθρο — Συγκέντρωση αίματος μέσα στην άρθρωση. Μπορεί να συμβεί μετά από τραυματισμό ή να οφείλεται σε αδυναμία του αίματος να σχηματίζει θρόμβους. Η άρθρωση πρήζεται, πονάει και παθαίνει δυσκαμψία. Η τοποθέτηση παγοκύστης βοηθά στη μείωση του οιδήματος … Dictionary of Greek
ασκίτης — Συγκέντρωση ορώδους υγρού στην κοιλιακή κοιλότητα. Ο α. παρουσιάζεται σε ηπατικές αρρώστιες (κίρρωση του ήπατος, ηπατική σύφιλη, θρόμβωση της πυλαίας φλέβας), καθώς και όταν διαταράσσεται η κυκλοφορία του αίματος εξαιτίας παθήσεων της καρδιάς ή… … Dictionary of Greek
πανηγύρι — Συγκέντρωση πλήθους για εορτασμό από κοινού. Πανηγυρικός εορτασμός στην επέτειο αγίου, ή και το συμπόσιο και ο χορός που ακολουθούν μετά τον θρησκευτικό εορτασμό. Τα π. ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες. Στα αρχαία π., εκτός από τους αθλητικούς… … Dictionary of Greek
συνέδριο — Συγκέντρωση ειδικών σε ανώτερο επίπεδο με σκοπό να εξετάσουν προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος. Τα λεγόμενα διεθνή σ. είναι συνήθως συγκεντρώσεις, αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών που έχουν σκοπό την εξέταση ζητημάτων που ενδιαφέρουν πολλά κράτη μαζί … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κινητική, χημική — Κλάδος της χημείας που μελετά την ταχύτητα των χημικών αντιδράσεων και τους παράγοντες που την επηρεάζουν. Για τη μελέτη των χημικών αντιδράσεων, με βάση την κινητική θεωρία, θεωρείται ότι όλες λαμβάνουν χώρα μόνο προς μία φορά (μη αντιστρεπτές) … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
διατήρηση ή συντήρηση — Σύνολο ενεργειών που αποβλέπουν στη δ., για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιοτήτων των ουσιών που αλλοιώνονται εύκολα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δ. τροφίμων, η οποία επιτρέπει τη χρήση αλλοιώσιμων ειδών σε διάφορους χρόνους και σε τόπους μακριά από… … Dictionary of Greek
αγερμός — Η συγκέντρωση γενικά ή, ειδικότερα, η συγκέντρωση χρημάτων για ιερό σκοπό. * * * ο (Α ἀγερμός) [ἀγείρω] νεοελλ. βλ. Λαογρ. αρχ. 1. συγκέντρωση χρημάτων με έρανο για τη λατρεία τών θεών 2. στην Ποιητική τού Αριστοτέλη (§17) πιθανόν να σημαίνει,… … Dictionary of Greek