Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συγκέντρωση

  • 101 концентрирование

    ουδ.
    συγκέντρωση•πύκνωση.

    Большой русско-греческий словарь > концентрирование

  • 102 линейка

    θ.
    1. γραμμή, σειρά, ρίγα.
    2. κανόνας, ρίγα, χάρακας•

    логарифмическая λογαριθμικός κανόνας.

    3. (στρατ.) διάδρομος στρατοπέδου.
    4. (στρατ.) ζυγός σύνταξης. || συγκέντρωση, σύνταξη• προσκλητήριο.
    θ.
    παλ. άμαξα (μακριά και πολυθεσία).

    Большой русско-греческий словарь > линейка

  • 103 маёвка

    θ.
    1. παλ. παράνομη πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση.
    2. πρωτομαγιάτικη ή ανοιξιάτικη εκδρομή.

    Большой русско-греческий словарь > маёвка

  • 104 массирование

    ουδ.
    βλ. массаж.
    ουδ.
    συσσώρευση, συγκέντρωση.

    Большой русско-греческий словарь > массирование

  • 105 массовка

    θ.
    μικρή συγκέντρωση, μικρό συλλαλητήριο• μικρή επαναστατική συνάθροιση. || μαζική εκδρομή. || μαζική συμμετοχή στη σκηνή.

    Большой русско-греческий словарь > массовка

  • 106 мир

    -а, πλθ.α.
    1. ο κόσμος, το σύμπαν•

    происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.

    2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.
    3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.
    4. κοινωνία•

    античный мир ο αρχαίος κόσμος•

    капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•

    социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.

    || τάξη, κοινωνικό σύστημα•

    старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.

    5. σφαίρα ζωής•

    животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•

    растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

    || κύκλος (ανθρώπων)•

    мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.

    6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•

    дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•

    жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).

    εκφρ.
    всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•
    быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•
    пойти (ходить, идтиκ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•
    пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•
    уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•
    не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•
    сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•
    с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).
    α.
    1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•

    жить в -е ζω ειρηνικά•

    нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•

    мир души ψυχική γαλήνη•

    борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•

    мир народам! ειρήνη στους λαούς!•

    прочный мир σταθερή ειρήνη•

    оплот -а προπύργιο της ειρήνης•

    мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).

    2. συνθήκη, συμφωνία•

    заключить мир κλείνω ειρήνη•

    подписать мир υπογράφω ειρήνη•

    переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.

    3. ησυχία•

    я хочу мир θέλω ησυχία.

    εκφρ.
    мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•
    мир дому семуπαλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•
    с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).

    Большой русско-греческий словарь > мир

  • 107 митинг

    α.
    συλλαλητήριο• συνάθροιση, συγκέντρωση•

    массовый митинг μαζικό συλλαλητήριο•

    митинг протеста συλλαλητήριο διαμαρτυρίας•

    всенародный митинг παλλαϊκό (πάνδημο) συλλαλητήριο.

    Большой русско-греческий словарь > митинг

  • 108 набирание

    ουδ.
    1. συνάθροιση, συγκέντρωση.
    2. πάρσιμο, λήψη.
    3. γέμισμα. || πρόσληψη κλπ. παράγωγα ουσ. του ρ. набрать.

    Большой русско-греческий словарь > набирание

  • 109 нагон

    α.
    1. συγκέντρωση, συνάθροιση, μάζευμα.
    2. βάλσιμο, πέρασμα με χτυπήματα.
    3. απόσταξη.

    Большой русско-греческий словарь > нагон

  • 110 накопление

    ουδ.
    1. (εν)αποταμίευση, οικονομία.
    2. απόκτηση συσσώρευση, μάζεμα, συγκέντρωση•

    накопление капитала συσσώρευση κεφαλαίου•

    источники -я πηγές συσσώρευσης•

    накопление опыта, знаний απόκτηση πείρας, γνώσεων.

    Большой русско-греческий словарь > накопление

  • 111 наплыв

    α.
    1. συρροή, συγκέντρωση, μάζεμα.
    2. πρόσχωμα• κατακάθια, λάσπη.
    3. εξόγκωμα, ρόζος δέντρων.
    4. όγκος στην οπλή ζώων.
    5. (κινημτγ.) ομαλή αλλαγή σκηνών.

    Большой русско-греческий словарь > наплыв

  • 112 недобор

    α.
    ελλειπής συγκέντρωση, είσπραξη, πάρσιμο, εισδοχή ή πρόσληψη•

    недобор налогов η μη πλήρης είσπραξη των φόρων•

    сту-днтов ελλειπής πρόσληψη φοιτητών•

    покрыть недобор καλύπτω την ελλεώή είσπραξη.

    Большой русско-греческий словарь > недобор

  • 113 отобрание

    ουδ.
    1. αφαίρεση, πάρσιμο.
    2. κατάσχεση, δήμευση.
    3. συγκέντρωση, περισυλλογή.

    Большой русско-греческий словарь > отобрание

  • 114 пионерский

    επ.
    πιονιέρικος, των πιονέρων•

    пионерский галстук πιονιέρικη γραβάτα•

    пионерский слт πιόνι έρικη συγκέντρωση•

    -ая организация πιονιερικη οργάνωση.

    Большой русско-греческий словарь > пионерский

  • 115 подсочить

    ρ.σ.μ. σχίζω τη φλούδα δέντρου (για συγκέντρωση χυμού, ρητίνης).

    Большой русско-греческий словарь > подсочить

  • 116 подсочка

    θ.
    σχισμή της φλούδας δέντρου (για συγκέντρωση χυμού ή ρητίνης).

    Большой русско-греческий словарь > подсочка

  • 117 пожертвование

    ουδ.
    1. θυσία•

    пожертвование жизнью θυσία ζωής.

    2. δωρεά• εισφορά•

    крупное пожертвование μεγάλη δωρεά•

    сбор -ий συγκέντρωση εισφορών.

    Большой русско-греческий словарь > пожертвование

  • 118 предвыборный

    επ.
    προεκλογικός•

    -ая речь προεκλογικός λόγος•

    -ое собрание προεκλογική συγκέντρωση.

    Большой русско-греческий словарь > предвыборный

  • 119 пропеть

    ρ.σ.μ.
    1. τραγουδώ, άδω ψέλνω. || λαλώ•

    петухи -ли второй раз τα κοκόρια λάλισαν δεύτερη φορά.

    || κελαηδώ•

    всю весну пропетьел соловой όλη την Ανοιξη κελάηδησε το αηδόνι.

    || σαλπίζω, σημαίνω
    кавалерийская труба -ла сбор η σάλπιγγα του ιππικού σήμανε συγκέντρωση (προσκλητήριο). || σφυρίζω•

    пуля -ла над головой η σφαίρα σφύριξε πάνω•

    оси ο το κεφάλι.

    2. χάνω τη φωνή από το πολύ τραγούδισμα.
    3. τραγουδώ, κελαηδώ κλπ. ρ. (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > пропеть

  • 120 пятиминутка

    θ.
    συνέλευση, συγκέντρωση πρόχειρη, σύντομη (πέντε λεπτών).

    Большой русско-греческий словарь > пятиминутка

См. также в других словарях:

  • συγκέντρωση — Στη χημεία σ. λέγεται η αναλογία μιας ουσίας που υπάρχει σ’ ένα μείγμα στερεό, υγρό ή αέριο. Η σ. μπορεί να εκφραστεί κατά διάφορους τρόπους, γενικά όμως ορίζεται με την ποσότητα της ουσίας που περιέχεται στη μονάδα του όγκου. Στα υγρά μείγματα… …   Dictionary of Greek

  • συγκέντρωση — η 1. συνάθροιση, μάζεμα: Δεν ήταν δυνατή η συγκέντρωση όλων των μελών της κυβέρνησης. 2. σύνολο ανθρώπων συγκεντρωμένων σε ένα μέρος: Στην πολυπληθή συγκέντρωση μίλησε ο πρόεδρος του συλλόγου. 3. αφοσίωση σε κάτι, απασχόληση της σκέψης… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αίμαρθρο — Συγκέντρωση αίματος μέσα στην άρθρωση. Μπορεί να συμβεί μετά από τραυματισμό ή να οφείλεται σε αδυναμία του αίματος να σχηματίζει θρόμβους. Η άρθρωση πρήζεται, πονάει και παθαίνει δυσκαμψία. Η τοποθέτηση παγοκύστης βοηθά στη μείωση του οιδήματος …   Dictionary of Greek

  • ασκίτης — Συγκέντρωση ορώδους υγρού στην κοιλιακή κοιλότητα. Ο α. παρουσιάζεται σε ηπατικές αρρώστιες (κίρρωση του ήπατος, ηπατική σύφιλη, θρόμβωση της πυλαίας φλέβας), καθώς και όταν διαταράσσεται η κυκλοφορία του αίματος εξαιτίας παθήσεων της καρδιάς ή… …   Dictionary of Greek

  • πανηγύρι — Συγκέντρωση πλήθους για εορτασμό από κοινού. Πανηγυρικός εορτασμός στην επέτειο αγίου, ή και το συμπόσιο και ο χορός που ακολουθούν μετά τον θρησκευτικό εορτασμό. Τα π. ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες. Στα αρχαία π., εκτός από τους αθλητικούς… …   Dictionary of Greek

  • συνέδριο — Συγκέντρωση ειδικών σε ανώτερο επίπεδο με σκοπό να εξετάσουν προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος. Τα λεγόμενα διεθνή σ. είναι συνήθως συγκεντρώσεις, αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών που έχουν σκοπό την εξέταση ζητημάτων που ενδιαφέρουν πολλά κράτη μαζί …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κινητική, χημική — Κλάδος της χημείας που μελετά την ταχύτητα των χημικών αντιδράσεων και τους παράγοντες που την επηρεάζουν. Για τη μελέτη των χημικών αντιδράσεων, με βάση την κινητική θεωρία, θεωρείται ότι όλες λαμβάνουν χώρα μόνο προς μία φορά (μη αντιστρεπτές) …   Dictionary of Greek

  • ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …   Dictionary of Greek

  • διατήρηση ή συντήρηση — Σύνολο ενεργειών που αποβλέπουν στη δ., για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιοτήτων των ουσιών που αλλοιώνονται εύκολα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δ. τροφίμων, η οποία επιτρέπει τη χρήση αλλοιώσιμων ειδών σε διάφορους χρόνους και σε τόπους μακριά από… …   Dictionary of Greek

  • αγερμός — Η συγκέντρωση γενικά ή, ειδικότερα, η συγκέντρωση χρημάτων για ιερό σκοπό. * * * ο (Α ἀγερμός) [ἀγείρω] νεοελλ. βλ. Λαογρ. αρχ. 1. συγκέντρωση χρημάτων με έρανο για τη λατρεία τών θεών 2. στην Ποιητική τού Αριστοτέλη (§17) πιθανόν να σημαίνει,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»