-
121 συγγένεια
συγγένεια, ας, ἡ (συγγενής; Eur., Thu.+; ins, pap, LXX; pseudepigr.; Philo; Jos., Bell. 7, 204 ἐκ μεγάλης ς., Ant. 1, 165; Just., D. 4, 2; Tat. 20, 3) an extended family system, relationship, kinship concr. the relatives (Eur., Pla.+; LXX) Lk 1:61; Ac 7:3; 1 Cl 10:2f (the two last Gen 12:1); Ac 7:14 (Diod S 16, 52, 3 μετεπέμψατο ἀμφοτέρους μεθʼ ὅλης τῆς συγγενείας; 34 + 35 Fgm. 23).—DELG s.v. γίγνομαι. M-M. TW. Spicq. Sv. -
122 συγγενικός
συγγενικός, ή, όν (συγγενής; Hippocr., Aristot. et al.; ins) orig. in ref. to familial relationships, then more gener. of a similar nature or character, related, kindred, of the same kind (Diog. L. 10, 129 [Epicurus]; Plut., Mor. 561b, Pericl. 164 [22, 4], Themist. 114 [5, 2]; Vett. Val. index; Herm. Wr. 440, 6 Sc.; EpArist 147; Philo) τὸ συγγενικὸν ἔργον the task (so) well suited to you IEph 1:1.—DELG s.v. γίγνομαι. -
123 συγγενίς
συγγενίς, ίδος, ἡ (Plut., Mor. 267d; Chariton 5, 3, 7; SEG IV, 452, 4; BCH 24 [1900] 340, 17; IAsMinLyk I, 53 E, 3; OGI index VIII [of cities]; PAmh 78, 9 [II A.D.]; Mitt-Wilck. II/2, 123, 9; Psaltes, Grammatik 152), a late and peculiar fem. of συγγενής, rejected by the Atticists (Ps.-Herodian in Phryn., p. 451f Lob.): ἡ ς. kinswoman, relative Lk 1:36; GJs 12:2.—B-D-F §59, 3; Mlt-H. 131.—M-M. Spicq. -
124 Σωσίπατρος
Σωσίπατρος, ου, ὁ (Athen.; ins, pap; 2 Macc 12:19, 24) Sosipater, designated as a συγγενής of Paul in Ro 16:21, where he also sends greetings to the church. He is freq. considered to be the same man as Sopater of Beroia (s. Σώπατρος), e.g. by Zahn, Ltzm. Linguistically this is prob.—LGPN I. M-M.
См. также в других словарях:
συγγενής — congenital masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… … Dictionary of Greek
συγγενῆς — συγγενεύς masc nom pl συγγενεύς masc nom/voc pl συγγενής congenital masc/fem acc pl (attic epic doric) συγγενής congenital masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει δεσμό εξ αίματος ή επιγαμίας, με κάποιον: Είμαστε στενοί συγγενείς. 2. παρόμοιος, παρεμφερής: Αυτές οι δύο γλώσσες είναι συγγενείς. 3. σύμφυτος, αυτός που υπάρχει εκ γενετής: Συγγενής νόσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγγενέστερον — συγγενής congenital adverbial comp συγγενής congenital masc acc comp sg συγγενής congenital neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκόστομα — Συγγενής διαμαρτία της διάπλασης, που συνίσταται σε μια σχισμή της υπερώας. Η σχισμή μπορεί να εκτείνεται κατά μήκος της μέσης γραμμής ή εκατέρωθεν αυτής. Μπορεί να αφορά μόνον την υπερώα ή να επεκτείνεται μέχρι το οδοντικό τόξο. Συχνά… … Dictionary of Greek
ξυγγενής — συγγενής , συγγενής congenital masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενεστάτων — συγγενής congenital fem gen superl pl συγγενής congenital masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενεστέρων — συγγενής congenital fem gen comp pl συγγενής congenital masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενᾶ — συγγενής congenital neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) συγγενής congenital masc/fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενές — συγγενής congenital masc/fem voc sg συγγενής congenital neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)