-
1 συγγενής
συγγενής (-ής, -εῖ, -έσιν; -ές nom., acc.)a inherited, inbornἄμαχον δὲ κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος O. 13.13
μεγαλᾶν πολίων ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας (H. J. Rose: post πολίων distinx. codd., fort. recte) P. 5.16 ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται pr. N. 1.28συγγενεῖ δέ τις εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει N. 3.40
πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων N. 5.40
νῦν δ' αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας I. 1.40
b τὸ συγγενές, one's hereditary natureτὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις P. 10.12
τεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν ἄγχι καρποφόροις ἀρούραισιν N. 6.8
c m. pl., kinsfolkσυγγενέσιν παρεκοινᾶθ P. 4.133
-
2 συγγενής
συγγενεύςmasc nom plσυγγενεύςmasc nom /voc plσυγγενήςcongenital: masc /fem acc pl (attic epic doric)συγγενήςcongenital: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic) -
3 συγγενῆς
συγγενεύςmasc nom plσυγγενεύςmasc nom /voc plσυγγενήςcongenital: masc /fem acc pl (attic epic doric)συγγενήςcongenital: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic) -
4 συγγενης
I21) врожденный, прирожденный, свойственный от рождения(ἦθος Pind.; σημεῖα Arst.)
παύροις ἀνδρῶν ἐστι συγγενὲς τόδε Aesch. — немногим людям свойственно это;οἱ συγγενεῖς μῆνες Soph. — месяцы, т.е. время жизни2) родственный, родной(τινι Her.)
σ. γυνή Eur. — родственница;σ. γάμος Aesch. — брак между родственниками3) сродный, сходный, однородныйσ. τοὐμοῦ τρόπου Arph. — близкий мне по характеру;
II- οῦ ὅ и ἥ родственник(τῆς ἐμῆς γυναικός Arph.)
οἱ συγγενεῖς Pind., Her. — родственники, родня (при дворе персидских царей - почетное звание наиболее заслуженных царедворцев) Xen., Diod. -
5 συγγενής
συγγενήςcongenital: masc /fem nom sg -
6 συγγενής
συγγενής, ές (σύν, γένος)① belonging to the same extended family or clan, related, akin to (Pind., Thu. et al.; also Ath., R. 20 p. 73, 17 τὸ συγγενές) in our lit. only subst. In the sing., masc. (Jos., Vi. 177; Just., A I, 27, 3) J 18:26 and fem. (Menand., Fgm. 929 K.=345 Kö.; Jos., Ant. 8, 249) Lk 1:36 v.l. (for συγγενίς). Predom. pl. (also Demetr.: 722, 1, 13 and 18 Jac.) οἱ συγγενεῖς (the dat. of this form, made on the analogy of γονεῖς … γονεῦσιν, is συγγενεῦσιν [a Pisidian ins: JHS 22, 1902, p. 358 no. 118; 1 Macc 10:89 v.l.] Mk 6:4; Lk 2:44 [both passages have συγγενέσιν as v.l., the form in Diod S 1, 92, 1; OGI 177, 7: 97/96 B.C.; UPZ 161, 21: 119 B.C.; PTebt 61, 79; 1 Macc 10:89; Jos., Vi. 81, Ant. 16, 382]; B-D-F §47, 4; W-S. §9, 9; Mlt-H. 138; Thackeray 153) Lk 2:44; 21:16. W. gen. (B-D-F §194, 2) Mk 6:4; Lk 1:58; 14:12; Ac 10:24.② belonging to the same people group, compatriot, kin, ext. of 1 (Jos., Bell. 7, 262, Ant. 12, 338) οἱ συγγενεῖς μου κατὰ σάρκα Ro 9:3 (of Andronicus and Junia; on the latter s. Ἰουνία and EEpp, in Handbook to Exegesis of the NT, ed. SPorter ’97, 49f); cp. 16:7, 11, 21.—B. 132. DELG s.v. γίγνομαι. M-M. TW. Spicq. -
7 συγγενής
ης, ες 1.1) родственный; близкий;συγγενείς γλώσσες (επιστήμες) — родственные языки (науки);
2) врождённый;συγγενής νόσος — врождённая болезнь;
συγγενής καρδιοπάθεια — врождённый порок сердца;
2. (ο, η) родственник, -ца;τον 6*χω συγγενή — он мне родственник;
είμαστε συγγενείς — мы состоим в родстве, мы родственники;
συγγενής εκ μητρός (από πατέρα) — родственник по матери (по отцу)
-
8 συγγενής
-ής,-ές + A 3-1-1-0-19=24 Lv 18,14; 20,20; 25,45; 2 Sm 3,39; Ez 22,6of the same kin, related, akin to Lv 18,14; (ὁ) συγγενής kinsman, relative 2 Mc 11,35; (king’s) cousin (tit. bestowed at the Hellenistic courts as a mark of honour) 1 Ezr 3,7; οἱ συγγενεῖς kinsmen, kinsfolk Ez 22,6προσώπου συγγενοῦς of a kinsman Sir 41,22*2 Sm 3,39 συγγενής kinsman-דד for MT רך soft, powerless; *Ez 22,6 πρὸς τοὺς συγγενεῖς αὐτοῦ with his kinsmen-וְֹלזְַרע for MT וִֹלזְרֹע according to his powerCf. SPICQ 1978a 836-839; 1982 616-622; WALTERS 1973 270-271(2 Sm 3,39); →TWNT -
9 συγγενής
συγγεν-ής, ές,A congenital, inborn,ἦθος Pi.O.13.13
;εὐδοξία Id.N.3.40
; σ. εἶδος,= φύσις, character, Hp.Hum.1;νόσημα σ. ἐστί τινι Id.Prorrh.2.2
; ; παύροις.. ἐστι συγγενὲς τόδε natural to them, Id.Ag. 832;ἡ τύχη προσγίγνεθ' ἡμῖν σ. τῷ σώματι Philem.10
; πότμος ς. Pi.N.5.40; προϊδεῖν σ. οἷς ἕπεται who have the natural gift to foresee, ib.1.28; συγγενεῖς μῆνες my connate months, the months of my natural life, S.OT 1082; σ. τρίχες the hair born with one, i.e. the hair of the head as opp. to the beard, Arist.HA 518a18, 584a24; σημεῖα ς. birth-marks, ib. 585b31; δυνάμεις αἱ σ., opp. αἱ ἔθει and αἱ μαθήσει, Id.Metaph. 1047b31; αὔξει τὸ ς. increases its natural force, Id.EN 1119b9. Adv., - νῶς δύστηνος miserable from his birth, E.HF 1293; v. σύμφυτος.II of the same kin, descent, or family, akin to, τινι Hdt.1.109, 3.2, E.Heracl. 229: abs., akin, cognate,θεός A.Pr.14
; ; ; συγγενέστατον φύσει πάντων most nearly akin, Is.11.17;σ. γάμος ἀνεψιῶν A.Pr. 855
; of animals, Arist.HA 539a23, GA 747a31, al.: hence,b Subst., kinsman, relative, (troch.); τῆς ἐμῆς γυναικὸς ξυγγενεῖ (dual) Id.Av. 368 (troch.);πρὸς σ. τε καὶ οἰκείους αὐτῶν Pl.R. 378c
; ;γάμει τὴν συγγενῆ Id.929
: freq. in pl., οἱ ς. kinsfolk, kinsmen, Pi.P.4.133, Hdt.2.91, etc.; not properly applied to children ([etym.] ἔκγονοι) in relation to their parents, and so opp. ἔκγονοι in Is.8.30, v. συγγένεια 1 (but cf. And.1.17); .c τὸ σ.,= συγγένεια, kindred, relationship, A.Pr. 291 (anap.), S.El. 1469, Th.3.82, etc.; also, the spirit of one's race, Pi.P.10.12, N.6.8; εἰ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι ς. if he had any connexion with him, S.OT 814; of tribes, κατὰ τὸ ξ. Th.1.95.2 metaph., akin, cognate, of like kind,τοὺς τρόπους οὐ συγγενής Ar.Eq. 1280
(troch.), cf. Th. 574; ξυγγενὴς ὁ κύσθος αὐτῆς θητέρᾳ (for τῷ τῆς ἑτέρας) Id.Ach. 789; freq. in Pl., [ἡ ψυχὴ] σ. οὖσα τῷ θείῳ R. 611e
;τῇ πολεμικῇ σ. ἡ πάλη Lg. 814d
;τοῖς.. λόγοις τὴν αἰτίαν συγγενῆ δεῖ νομίζειν Arist.GA 788b9
, cf. Rh. 1398a21 ([comp] Comp.): rarely c. gen., νοῦς αἰτίας ς. Pl.Phlb. 31a, cf. Phd. 79d, R. 403a, 487a: abs., σ. τιμωρίαι fitting, proper punishments, Lycurg.122 (but prob. f.l. for εὐγ-) ; συγγενῆ things of the same kind, homogeneous, Arist. APo. 76a1;τὰ σ. καὶ τὰ ὁμοειδῆ Id.Rh. 1405a35
;σ. τέχναι Stoic.2.30
; ἐν γαίῃ μὲν σῶμα τὸ ς. its congener, IG9(1).882.7 (Corc<*>ra). Adv.,συγγενῶς ἔρχεσθαι Pl.Lg. 897c
;σ. τρέχων Πλάτωνι Alex.1
(codd. D.L.); τὰ σ. εἰρημένα to similar effect, Phld.Mus. p.92K.III συγγενής represented a title bestowed at the Persian court by the king as a mark of honour, 'cousin', X.Cyr.1.4.27, 2.2.31, D.S.16.50; also at the Ptolemaic and Seleucid courts, OGI104.2 (Delos, ii B.C.), al., BGU1741.12 (i B.C.), LXX 1 Ma.10.89; οἱ σ. τῶν κατοίκων ἱππέων prob. a category of nobles among the κάτοικοι, PTeb.61 (b). 79 (ii B.C.); (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγγενής
-
10 συγγενής
{прил., 12}родной, родственный; как сущ. родственник, родственница, сродник.Ссылки: Мк. 6:4; Лк. 1:36, 58; 2:44; 14:12; 21:16; Ин. 18:26; Деян. 10:24; Рим. 9:3; 16:7, 11, 21.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συγγενής
-
11 συγγενής
{прил., 12}родной, родственный; как сущ. родственник, родственница, сродник.Ссылки: Мк. 6:4; Лк. 1:36, 58; 2:44; 14:12; 21:16; Ин. 18:26; Деян. 10:24; Рим. 9:3; 16:7, 11, 21.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συγγενής
-
12 συγγενής
συγ-γενής, ές, mitgeboren, angeboren. Gew. verwandt von demselben Geschlechte; τσ συγγενές, die Verwandtschaft; übertr., ähnlich. Am persischen Hofe war συγγενής ein Ehrentitel, den der König ausgezeichneten Männern erteilte -
13 συγγενής
родной, родственный; как сущ. родственник, родственница, сродник.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συγγενής
-
14 συγγενής
συγ|γενής, ές родственный, сродный -
15 συγγενὴς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συγγενὴς
-
16 συγγενής
родной, родственный -
17 συγγενής
[сингэнис] επ родственный. -
18 συγγενής
[сингэнис] ουσ родственник. -
19 συγγενής
parent -
20 συγγενής
1) krewniak (m) rzecz.2) krewny przym.3) pokrewny przym.
См. также в других словарях:
συγγενής — congenital masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… … Dictionary of Greek
συγγενῆς — συγγενεύς masc nom pl συγγενεύς masc nom/voc pl συγγενής congenital masc/fem acc pl (attic epic doric) συγγενής congenital masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει δεσμό εξ αίματος ή επιγαμίας, με κάποιον: Είμαστε στενοί συγγενείς. 2. παρόμοιος, παρεμφερής: Αυτές οι δύο γλώσσες είναι συγγενείς. 3. σύμφυτος, αυτός που υπάρχει εκ γενετής: Συγγενής νόσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγγενέστερον — συγγενής congenital adverbial comp συγγενής congenital masc acc comp sg συγγενής congenital neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκόστομα — Συγγενής διαμαρτία της διάπλασης, που συνίσταται σε μια σχισμή της υπερώας. Η σχισμή μπορεί να εκτείνεται κατά μήκος της μέσης γραμμής ή εκατέρωθεν αυτής. Μπορεί να αφορά μόνον την υπερώα ή να επεκτείνεται μέχρι το οδοντικό τόξο. Συχνά… … Dictionary of Greek
ξυγγενής — συγγενής , συγγενής congenital masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενεστάτων — συγγενής congenital fem gen superl pl συγγενής congenital masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενεστέρων — συγγενής congenital fem gen comp pl συγγενής congenital masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενᾶ — συγγενής congenital neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) συγγενής congenital masc/fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενές — συγγενής congenital masc/fem voc sg συγγενής congenital neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)