-
1 αλάστως
ἀλά̱στως, ἄλαστοςnot to be forgotten. insufferable: adverbialἀλά̱στως, ἄλαστοςnot to be forgotten. insufferable: masc /fem acc pl (doric) -
2 ἀλάστως
ἀλά̱στως, ἄλαστοςnot to be forgotten. insufferable: adverbialἀλά̱στως, ἄλαστοςnot to be forgotten. insufferable: masc /fem acc pl (doric) -
3 πλείστως
πλεί̱στως, πλεῖστοςmost: adverbialπλεί̱στως, πλεῖστοςmost: masc acc pl (doric) -
4 πολλοστός
A far on in the ordinal series first, second, third, etc., π. ὢν Συρακοσίων καὶ τῷ γένει καὶ τῇ δόξῃ, i. e. far from the most eminent of the Syracusans, Isoc.5.65; κίνησις.. δευτέρα τε καὶ ὁπόσων ἀριθμῶν βούλοιτο ἄν τις ἀριθμεῖν αὐτὴν πολλοστὴν τοσούτων, i.e. infinitely less important, Pl.Lg. 896b; πότερον.. τὰ σκληρότατα.. ἢ.. τὰ πολλοστὰ σκληρότητι; things far down in descending order of hardness, Id.Phlb. 44e; αἱ π. ἡδοναί, opp. αἱ ἀκρόταται καὶ σφοδρόταται, ibid. Adv., δευτέρως καὶ -στῶς λέγοιντ' ἄν much less properly, opp. κυρίως, Arist.EN 1176a29; [ὑγείας] πρώτως μὲν θεοί, δευτέρως δὲ ἢ καὶ π. ἄνθρωποι μεταλαμβάνουσιν Herm. in Phdr.p.90
A.; but τὸ π. εἰπεῖν using many alternative names for the same thing, D.H.Rh.11.9.2 with ἀπό, remote, τρίται καὶ π. ἀπὸ [τῆς Νυκτός] Herm. in Phdr.p.144 A.;ἀπὸ τῆς δημιουργίας Iamb. Myst.3.28
;ἀπὸ τῆς οἰκείας ἀρχῆς Procl.Inst. 110
; ἀπὸ τῶν θεῶν, ἀπὸ τῆς ἀρχικῆς μονάδος, ib. 119, 181.3 π. μέρος or μόριον, a fraction with one for numerator and with a large denominator, i. e. a small fraction,π. τι μέρος And.2.8
, cf. X.Mem.4.6.7;π. μόριον Th.6.86
: freq. with a neg.,οὐδὲ [τὸ] π. μέρος Lys.14.46
, cf. Is.1.34;μηδὲ πολλοστὸν ἐξευρίσκειν τινῶν Phld.Rh.1.210S.
4 of Time, π. ἔτει in the last of many years, i.e. after many years, Cratin.Jun.9; π. χρόνῳ after a very long time, Ar. Pax 559, D.24.196, 57.18, Men.329.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολλοστός
-
5 ὀνοστός
A to be blamed or scorned,δῶρα μὲν οὐκ ἔτ' ὀνοστὰ διδοῖς Il.9.164
;οὐδ' ὀνοστὸς ἐν μάχαις Lyc.1235
. Adv.- στῶς Eust.1101.2
:—also [full] ὀνοτός, Pi.I.4(3).50, Call.Del.20, A.R.4.91.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνοστός
См. также в других словарях:
πλείστως — πλεί̱στως , πλεῖστος most adverbial πλεί̱στως , πλεῖστος most masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλάστως — ἀλά̱στως , ἄλαστος not to be forgotten. insufferable adverbial ἀλά̱στως , ἄλαστος not to be forgotten. insufferable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβασάνιστος — η, ο (Α ἀβασάνιστος, ον) [βασανίζω] 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, σε δοκιμασία, ανεξέλεγκτος, ανερεύνητος, αδοκίμαστος, ανεξέταστος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί βάσανα (ταλαιπωρίες, στενοχώριες κ.λπ.), ο αταλαιπώρητος (στα αρχ. το επίρρ … Dictionary of Greek