-
21 δεκάστυλος
δεκά-στῡλος, ον,A with ten columns in front, Vitr.3.2.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκάστυλος
-
22 δωδεκάστυλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάστυλος
-
23 μενεκράτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μενεκράτης
-
24 ποδήρης
ποδ-ήρης, ες,A reaching to the feet, πέπλοι, χιτὼν π., a robe that falls over the feet, E.Ba. 833, X.Cyr.6.4.2, Paus.5.19.6, etc. (later ποδήρης alone (sc. χιτών) of the High Priest's robe, LXXEx.25.6, Aristeas96); π. ἀσπίς large shield which covered the body down to the feet, X.An.1.8.9, Cyr.6.2.10: Com.,πώγων π. καθεῖται Plu.2.52c
.2 ναῦς π. a ship with feet, i.e. oars, Hsch., Eust.1515.29; στῦλος π. a firmly based pillar, A.Ag. 898.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποδήρης
-
25 πολύστυλος
πολύ-στῡλος, ον,A with many columns, σκηνή, οἶκος, Str.15.1.21, 17.1.28; of the Odeum, Plu.Per. 13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύστυλος
-
26 πυκνόστυλος
πυκνό-στῡλος, ον,A with the pillars close together, i.e. at a distance of 1 1/2 diameters, opp. ἀραιόστυλος, Vitr.3.3.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυκνόστυλος
-
27 στυλάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλάριον
-
28 στυλίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλίδιον
-
29 στυλίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλίον
-
30 στυλίσκος
II = στυλίς 11, Eust.1039.38.III small stanchion, Hero Bel.88.1; also, small pillar on which to mount an astronomical instrument, Procl.Hyp.3.19: dub. sens. in IG11 (2).161 B101 (Delos, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλίσκος
-
31 στυλίς
Aστῦλος 1
, IG12.313.95, OGI332.9 (Elaea, ii B.C.), Ph.Bel.74.8, D.H.3.21: pecul. acc.στυλλεῖδαν CIG 3293
([place name] Smyrna). -
32 στυλοειδής
στῡλο-ειδής, ές,A like a stilus, styloid, ( στηλ- codd.);ἀπόφυσις Gal.2.252
,271;ἐκφύσεις Id.UP7.19
. ( βαρβαρίζοντες -ειδεῖς προσαγορεύουσι (cf.στῦλος 4
) Gal.UPl.c., who glosses it by γραφιοειδής: but Lat. stilus has [ icaron], not ȳ.)II Adv. - δῶς in pillar form, cj. in Epicur.Ep.2p.47U.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλοειδής
-
33 τετράστυλος
τετρά-στῡλος, ον,A with four pillars in front,στοαί Phoen.6.11
; of a temple, Vitr.3.3.7:— [suff] τετρά-στῡλον, τό, colonnade, Jahresh.26 Beibl.51 (Ephesus, i A.D.), POxy.2138.14 (iii A.D.), CPHerm. 127vFr. 1 i8 (iii A.D.); dub. sens. in PFlor.335.2 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράστυλος
-
34 ἀραιόστυλος
ἀραιό-στῡλος, ον,A with columns widely spaced, Vitr.3.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀραιόστυλος
-
35 ἐγείρω
Aἐγέρρην Alc.Supp.16.12
, cf. Et.Gud.157.48: [dialect] Ep. [tense] impf.ἔγειρον Il.15.594
: [tense] fut.ἐγερῶ Pl.Epigr.28
(cf. ἐξ-, ἐπ-): [tense] aor. ἤγειρα, [dialect] Ep. ἔγ- Od.15.44: [tense] pf.ἐγήγερκα Philostr.Ep.16
: [tense] plpf. - κειν J.AJ 17.7.4, D.C.42.48:—[voice] Pass., Pl.R. 330e, etc.: [tense] fut.ἐγερθήσομαι Babr.49.3
(also [tense] fut. [voice] Med. ἐγεροῦμαι dub. in Polyaen.1.30.5): [tense] aor.ἠγέρθην Hdt.4.9
, etc.; [dialect] Ep. [ per.] 3pl. ἔγερθεν v.l. for ἄγ. in Il.23.287: [tense] pf. ἐγήγερμαι v.l. in Th.7.51: [tense] plpf.ἐγήγερτο Luc.Alex.19
: also, in pass. sense, poet. [tense] aor. ἠγρόμην (ἐξ-) Ar.Ra.51; [ per.] 3sg. ἔγρετο, imper. ἔγρεο, Il.2.41, Od.23.5; [ per.] 2sg. subj. ; opt.ἔγροιτο Od.6.113
; inf. ἐγρέσθαι (freq. written ἔγρεσθαι, as if from a [tense] pres. ἔγρομαι, cf. ἔγρω) ib.13.124; part.ἐγρόμενος 10.50
(and late Prose, Iamb.Myst. 1.15): intr. [tense] pf. ἐγρήγορα (as [tense] pres.) Ar.Lys. 306, Pl.Prt. 310b, etc.: [tense] plpf. ἠγρηγόρη (as [tense] impf.) Ar.Ec.32; [ per.] 3pl.ἐγρηγόρεσαν Id.Pl. 744
; [ per.] 3sg.ἐγρηγόρει X.Cyr.1.4.20
: [dialect] Ep. [tense] pf. [ per.] 3pl.ἐγρηγόρθασι Il.10.419
; imper. ἐγρήγορθε (v.infr.11); inf. ἐγρήγορθαι ib.67.I [voice] Act., awaken, rouse,ἐ. τινὰ ἐξ ὕπνου 5.413
, etc.;τοὺς δ'.. ὑπνώοντας ἐγείρει 24.344
;ἐ. τινὰ εὐνῆς E.HF 1050
(lyr.); simply,ἐ. τινά A.Eu. 140
, etc.: metaph.,τὰς τέχνας Theoc.21.1
.2 rouse, stir up, Il.5.208;ἐπεί μιν ἔγειρε Διὸς νόος 15.242
; ἐγείρειν Ἄρηα stir the fight, 2.440, etc.; ἐ. μάχην, φύλοπιν, etc., 13.778, 5.496, etc.; Τρωσὶν θυμὸν ἐ. (v.l. ἀγεῖραι) ib. 510;ἐ. τινὰ ἐπὶ ἔργον Hes.Op.20
;ἔγειρε νῆα h.Ap. 408
; ἐκδοχὴν πομποῦ πυρὸς ἐ. wake up the bale-fire, A.Ag. 299; λαμπάδας ἐ. Ar.Ra. 340: freq. metaph., ἐ. ἀοιδάν, λύραν, μέλος, θρῆνον, Pi.P.9.104, N.10.21, Cratin.222, S.OC 1778 (anap.); ; τὸ οὖς ἐ. ' prick up' the ears, Plot.5.1.12.3 raise from the dead,νεκρούς Ev.Matt. 10.8
, cf. 1 Ep.Cor.15.42 ([voice] Pass.); or from a sick-bed, Ep.Jac.5.15.4 raise, erect a building, Hyp.Fr. 103, Call.Ap.64, OGI677.3 (ii A. D.);ναόν Ev.Jo.2.19
, cf. Luc.Alex.10:—[voice] Pass.,στῦλος ἐγηγερμένος Bito 66.5
, cf. Plu.Alex.19, Jul.Caes. 320c.II [voice] Pass., with [tense] pf. [voice] Act. ἐγρήγορα, wake,ἐγειρομένων ἀνθρώπων Od.20.100
, cf. Hdt.4.9, etc.;ἔγρετο δ' ἐξ ὕπνου Il.2.41
: metaph.,ἐγειρόμενος εἰς ἐμαυτὸν ἐκ τοῦ σώματος Plot.4.8.1
: in [tense] pf., to be awake,ἐγρηγόρθασι Il.10.419
; ἐγρήγορθε stay awake ! 7.371, 18.299 (whereas ἔγρεο is wake up! Od.15.46); ἐγρήγορας ἢ καθεύδεις; Pl.Prt. 310b;πόλις ζῶσα καὶ ἐγρηγορυῖα Id.Lg. 809d
;καὶ ἐφρόνει καὶ ἐγρηγόρει X.Cyr.1.4.20
, etc.; of things, ἐγειρομένου χειμῶνος arising, Hdt.7.49: so metaph., τὰ ἐκ τοῦ βαρβάρου ἐγειρόμενα ib. 148;ἐγρηγορὸς φρούρημα A.Eu. 706
;ἐ. τὸ πῆμα Id.Ag. 346
, etc.2 rouse or stir oneself, be excited by passion, etc., Hes. Sc. 176, D.19.305: c. inf., ἐγηγερμένοι ἦσαν μὴ ἀνιέναι τὰ τῶν Ἀθηναίων they were encouraged to prevent the departure of the Athenians, v.l. in Th.7.51.III intr. in [voice] Act., arouse oneself, Aesop.16b. -
36 ἐπιστύλιον
A architrave, IG12.372, Tab.Heracl.1.6, CIG 2751 ([place name] Aphrodisias), Plu.Per.13, Ph.Bel.62.6, Callix.2, Vitr.3.5.8, etc.: also as Adj.,ἐπιστύλια ξύλα IG12.313.106
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστύλιον
-
37 ἑκατοντάστυλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντάστυλος
-
38 ἑξάστυλος
ἑξά-στῡλος, ον,A with six columns in front, of temples, Vitr.3.3.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξάστυλος
-
39 ἔγμα
-
40 ὀκτάστυλος
ὀκτά-στῡλος, ον,A with eight columns in front, of temples, Vitr.3.2.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκτάστυλος
См. также в других словарях:
στῦλος — pillar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… … Dictionary of Greek
στύλος — ο 1. κολόνα: Η ΔΕΗ τοποθέτησε τους στύλους για την ηλεκτροδότηση του χωριού μας. 2. μέρος του άνθους. 3. μτφ., στήριγμα: Ο πατέρας είναι ο στύλος του σπιτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στῦλοι — στῦλος pillar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στῦλον — στῦλος pillar masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτόστυλος — η, ο αυτός που έχει κυρτούς στύλους («κυρτόστυλος ναός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + στύλος (πρβλ. ορθό στυλος, περί στυλος)] … Dictionary of Greek
μακρόστυλος — η, ο 1. (για ναό) αυτός που έχει στύλους τοποθετημένους σε σχετικά αραιά διαστήματα μεταξύ τους 2. αυτός που έχει μακρείς, μεγάλου μήκους στύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + στύλος (πρβλ. τετρά στυλος, περί στυλος)] … Dictionary of Greek
στυλίσκος — ο, ΝΜΑ υποκορ. μικρός στύλος, κιονίσκος νεοελλ. ζωολ. σπειροειδής μικρή στήλη, που αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο ελίσσεται το όστρακο τών γαστερόποδων μαλακίων μσν. ιστός με πανί που βρίσκεται στην πρύμνη αρχ. 1. βακτηρία, ράβδος 2. τμήμα … Dictionary of Greek
σύστυλος — η, ο / σύστυλος, ον, ΝΑ πυκνόστυλος νεοελλ. αρχαιολ. α) (για κτίσμα) αυτός τού οποίου το μεταξύ δύο διαδοχικών κιόνων διάστημα ήταν διπλάσιο τού πλάτους τού τριγλύφου, προκειμένου για τον δωρικό ρυθμό, ή διπλάσιο τής κατώτατης διαμέτρου τού κίονα … Dictionary of Greek
Estilete — Estiletes modernos, usados con pantallas táctiles en dispositivos electrónicos tales como la Nintendo DS y las PDAs … Wikipedia Español
Форма креста Иисуса Христа — Эта статья о различных взглядах на форму орудия казни, которое использовалось для распятия Иисуса Христа. О реликвии смотрите Животворящий Крест. Форма креста Иисуса Христа дискуссионный вопрос для ряда светских историков и филологов, а… … Википедия