-
1 στυλίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλίτης
-
2 στῦλος
Grammatical information: m.Meaning: `column, pillar, support' (Dor. Ion., trag., hell. a. late), also = Lat. stilus (late; cf. Sempoux Rev. belge de phil. 39, 736ff.).Compounds: Compp., e.g. στυλο-βάτης, Dor. -τᾱς m. `foot of a doric column', compound of στῦλος and βῆ-ναι with τᾱ-suffix (Dor. inscr., Pl. Com. a.o.; Fraenkel Nom. ag. 1, 34 a. 200f.), τετρά-στυλος `consisting of four columns', - ον n. `colonnade of four columns' (inscr. a. pap. Rom. empire a.o.).Derivatives: 1. Dimin.: στυλ-ίς f. (Att. inscr. a.o.), - ίσκος m. (Hp., hell. a. late), - ίδιον n. (Str.), - άριον n. (pap. IIIp). 2. - ίτης m. `standing on one column, stylite' (Suid.; Redard 27), f. - ίτισσα (Amasia; after Φοίνισσα, βασίλισσα a.o.). 3. Denom. verbs: - όω (also ὑπο-, δια-, ἀπο-) `to support with columns' (hell. a. late) with ( ὑπο-)στύλ-ωμα, - ωσις (hell. a. late); - ίζω meaning uncertain (Ostr.) with ὑποστυλ-ισμός `support' (pap. IIp).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Beside στῦ-λος stands in Indoiran. Av. stū̆-na- m., stu-nā f., Skt. sthū-ṇā f. (on ṇ Mayrhofer Mél. d'indianisme [Paris 1968] 509 f.) `pillar' with suffixal l-n-variation (Benveniste Origines 43); the basic verb is in Greek represented by στύω (s. v.). Here also with diff. ablaut σταυρός and στοά (s. vv.). Cf. further στύπος. -- The length of the vowel is rather difficult with the proposed etymology; I rather suspect that the word is of Pre-Greek originPage in Frisk: 2,813Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στῦλος
См. также в других словарях:
καλυβίτης — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 33 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, στις βόρειες πλαγιές του Χελμού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. 2.… … Dictionary of Greek
μνηματίτης — μνηματίτης, ὁ (ΑΜ) φρ. «μνηματίτης λόγος» ο λόγος που εκφωνείται γύρω από τον τάφο νεκρού, επιτάφιος λόγος, νεκρολογία μσν. φύλακας τύμβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνῆμα, ατος + κατάλ. ίτης (πρβλ. στυλ ίτης)] … Dictionary of Greek
μυλίτης — ο (ΑΜ μυλίτης) 1. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλη, σε μυλόπετρα («μυλίτης λίθος») 2. τραπεζίτης, γομφίος νεοελλ. 1. ο λίθος από τον οποίο κατασκευάζονται οι μυλόπετρες 2. μυλόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα ίτης (πρβλ. στυλ… … Dictionary of Greek
οφίτης — και οφείτης, ο (ΑΜ ὀφίτης Α θηλ. ὀφιῆτις, ήτιδος) (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Οφίται ( ες) εκκλ. σημαντικός κλάδος τού πρωτοχριστιανικού γνωστικισμού, κράμα ελληνικής μυθολογίας και ιουδαϊσμού, σχετικός με τη λατρεία τού όφεως, αλλ. Οφιανοί… … Dictionary of Greek
πακτωνίτης — (I) πακτωνίτης, ὁ (Α) κατασκευαστής πάκτωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάκτων «λέμβος» + επίθημα ίτης (πρβλ. στυλ ίτης)]. (II) πακτωνίτης, ὁ (Α) εκκλησιαστικός αξιωματούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pactum «συνθήκη, ομολογία, συμφωνία»] … Dictionary of Greek
παλαιστρίτης — παλαιστρίτης, ὁ (Α) 1. όμοιος με παλαιστή, αθλητικός 2. (για θεό και ιδίως τον Ερμή) προστάτης τής παλαίστρας, τής πάλης 3. στον πληθ. οἱ παλαιστρῑται αυτοί που γυμνάζονταν στην παλαίστρα 4. φρ. «παλαιστρίτης τρόπος» (στην ιατρ.) τρόπος θεραπείας … Dictionary of Greek
πνευματίτης — ὁ, Α ο πνευματομάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, ατος + επίθημα ίτης (πρβλ. στυλ ίτης)] … Dictionary of Greek
προζυμίτες — οι / προζυμῑται, ΝΜ σκωπτική ονομασία που αποδίδουν οι Ρωμαιοκαθολικοί στους Ορθοδόξους επειδή χρησιμοποιούν ένζυμο άρτο για τη θεία ευχαριστία, ενώ οι Λατίνοι χρησιμοποιούν άζυμο άρτο, τη γνωστή όστια, γι αυτό και ονομάζονται αζυμίτες. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πυλίτης — ὁ, Μ αυτός που πέρασε την πύλη μοναστηρίου για να γίνει μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + επίθημα ίτης (πρβλ. στυλ ίτης)] … Dictionary of Greek
σηκίτης — και δωρ. τ. σακίτας, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. (για αρνί ή κατσίκι) αυτός που φυλάσσεται στον στάβλο, αυτός που θηλάζει ακόμη 2. φρ. «ἀμνὸς σακίτας» μανάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα» + επίθημα ίτης (πρβλ. στυλ ίτης)] … Dictionary of Greek
σκηνίτης — ο, ΝΑ, θηλ. σκηνίτισσα Ν, θηλ. σκηνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που ζει σε σκηνή ή καλύβα 2. συνεκδ. νομάδας αρχ. 1. φτωχός, άπορος άνθρωπος 2. ο κάτοχος στάβλου 3. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σκηνή («σκηνίτῃ δὲ βίῳ χρῶνται», Διόδ.).… … Dictionary of Greek