Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

στῡλ-ίτης

См. также в других словарях:

  • καλυβίτης — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 33 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, στις βόρειες πλαγιές του Χελμού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. 2.… …   Dictionary of Greek

  • μνηματίτης — μνηματίτης, ὁ (ΑΜ) φρ. «μνηματίτης λόγος» ο λόγος που εκφωνείται γύρω από τον τάφο νεκρού, επιτάφιος λόγος, νεκρολογία μσν. φύλακας τύμβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνῆμα, ατος + κατάλ. ίτης (πρβλ. στυλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • μυλίτης — ο (ΑΜ μυλίτης) 1. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλη, σε μυλόπετρα («μυλίτης λίθος») 2. τραπεζίτης, γομφίος νεοελλ. 1. ο λίθος από τον οποίο κατασκευάζονται οι μυλόπετρες 2. μυλόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα ίτης (πρβλ. στυλ… …   Dictionary of Greek

  • οφίτης — και οφείτης, ο (ΑΜ ὀφίτης Α θηλ. ὀφιῆτις, ήτιδος) (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Οφίται ( ες) εκκλ. σημαντικός κλάδος τού πρωτοχριστιανικού γνωστικισμού, κράμα ελληνικής μυθολογίας και ιουδαϊσμού, σχετικός με τη λατρεία τού όφεως, αλλ. Οφιανοί… …   Dictionary of Greek

  • πακτωνίτης — (I) πακτωνίτης, ὁ (Α) κατασκευαστής πάκτωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάκτων «λέμβος» + επίθημα ίτης (πρβλ. στυλ ίτης)]. (II) πακτωνίτης, ὁ (Α) εκκλησιαστικός αξιωματούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pactum «συνθήκη, ομολογία, συμφωνία»] …   Dictionary of Greek

  • παλαιστρίτης — παλαιστρίτης, ὁ (Α) 1. όμοιος με παλαιστή, αθλητικός 2. (για θεό και ιδίως τον Ερμή) προστάτης τής παλαίστρας, τής πάλης 3. στον πληθ. οἱ παλαιστρῑται αυτοί που γυμνάζονταν στην παλαίστρα 4. φρ. «παλαιστρίτης τρόπος» (στην ιατρ.) τρόπος θεραπείας …   Dictionary of Greek

  • πνευματίτης — ὁ, Α ο πνευματομάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, ατος + επίθημα ίτης (πρβλ. στυλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • προζυμίτες — οι / προζυμῑται, ΝΜ σκωπτική ονομασία που αποδίδουν οι Ρωμαιοκαθολικοί στους Ορθοδόξους επειδή χρησιμοποιούν ένζυμο άρτο για τη θεία ευχαριστία, ενώ οι Λατίνοι χρησιμοποιούν άζυμο άρτο, τη γνωστή όστια, γι αυτό και ονομάζονται αζυμίτες. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πυλίτης — ὁ, Μ αυτός που πέρασε την πύλη μοναστηρίου για να γίνει μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + επίθημα ίτης (πρβλ. στυλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σηκίτης — και δωρ. τ. σακίτας, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. (για αρνί ή κατσίκι) αυτός που φυλάσσεται στον στάβλο, αυτός που θηλάζει ακόμη 2. φρ. «ἀμνὸς σακίτας» μανάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα» + επίθημα ίτης (πρβλ. στυλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σκηνίτης — ο, ΝΑ, θηλ. σκηνίτισσα Ν, θηλ. σκηνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που ζει σε σκηνή ή καλύβα 2. συνεκδ. νομάδας αρχ. 1. φτωχός, άπορος άνθρωπος 2. ο κάτοχος στάβλου 3. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σκηνή («σκηνίτῃ δὲ βίῳ χρῶνται», Διόδ.).… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»