-
1 στητός
-
2 στητός
ayakta, (göğüs) dik, kabarık -
3 ἐπι-στητός
ἐπι-στητός, ή, όν, adj. verb. zu ἐπίσταμαι, was man wissen kann, Plat. Theaet 201 d, Arist. Eth. 6, 6 u. öfter, der τὸ ἐπιστητόν von τὸ δοξαστόν unterscheidet, Anal. post. 1, 33.
-
4 στῆρ, στῆτος
-
5 στέαρ
στέαρ, τό, gen. στέατος, zsgzgn στῆρ, στητός, – 1) stehendes Fett, Talg, wie die wiederkäuenden Thierc haben; nach Arist. H. A. 3, 17 ϑραυστὸν πάντῃ καὶ πήγνυται ψυχόμενον, u. so von πιμελή unterschieden, w. m. s.; στέατος μέγαν τροχόν, eine große Scheibe Talg, Od. 21, 178. 183; vom Delphin, Xen. An. 5, 4, 28. – 2) = σταίς, Teig von Weizenmehl, VLL., auch Sauerteig. – Eine Fettgeschwulst, = στεάτωμα, Medic.
-
6 στῆρ
-
7 торчком
торчком, торчмянареч, разг ὅρθιος, στητός. -
8 торчмя
торчком, торчмянареч, разг ὅρθιος, στητός. -
9 bolt(-)upright
adverb (absolutely upright: She sat bolt upright in the chair with her back very straight.) στητός -
10 bolt(-)upright
adverb (absolutely upright: She sat bolt upright in the chair with her back very straight.) στητός -
11 erect
-
12 upright
1. adjective1) (( also adverb) standing straight up; erect or vertical: He placed the books upright in the bookcase; She stood upright; a row of upright posts.) όρθιος, στητός, ευθυτενής2) ((of a person) just and honest: an upright, honourable man.) τίμιος, αδέκαστος2. noun(an upright post etc supporting a construction: When building the fence, place the uprights two metres apart.) στύλος, ορθοστάτης -
13 оголённый
επ. από μτχ.(κυρλξ. κ. μτφ.) γυμνός•-ая шя γυμνός λαιμός•
человек сой грудью άνθρωπος γυμνόστηθος, γυμνόστερνος•
-ая местность γυμνός τόπος (άδεντρος, αβλά-στητος)•
оголённый провод γυμνό καλώδιο (χωρίς μονωτική ουσία),
-
14 στέαρ
στέαρ, τό, gen. στέατος [v. sub fin.]; [var] contr. [full] στῆρ, PCair.Zen.703.2,6 (iii B.C.), Archig. ap. Gal.12.861, Thd.Bel. 27, gen.Aστῆτος PCair.Zen.176.183
(iii B.C.); also [full] στεῖαρ, gen.στείατος Choerob.in Theod. 1.350
H.:—hard fat, suet, such as ruminating animals have, opp. πιμελή (soft fat), ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μέγαν τροχόν a large cake of suet, Od.21.178;οὔτε πιμελὴν οὔτε στέαρ Arist.PA 651a26
;τὸ τῶν ἰχθύων σ. πιμελῶδες Id.HA 520a21
, al.2 any animal fat,σ. τῆς ἄρκτου Thphr.Od.63
;σ. δελφίνων X.An.5.4.28
; freq. in LXX (Le.3.15,16,17, al.); also PRev.Laws 50.14 (iii B.C.), PCair.Zen. Il.cc.; so σ. χήνειον, ὀρνίθειον, etc., Dsc.2.76.II = σταῖς (q.v.), dough made from flour of spelt, Hp.Nat.Mul.27 (but σταῖς is prob. l.), Arist.Pr. 879a10, Thphr.HP9.20.2, LXX Ps.80(81).17, al., Str.17.2.5 (citing Hdt.2.36, where σταῖς is in our text). [Gen. στέατος disyll., Od. l.c.; στέᾱτι trisyll., Diph.119; cf. στεάτιον.] (Prob. fr. Στᾱyαρ, cf. Skt. styāyate 'congeal, grow hard'.) -
15 ἀνεπίστητος
ἀνεπί-στητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεπίστητος
-
16 ἐπιστητός
ἐπι-στητός, ή, όν, was man wissen kann -
17 στέαρ
στέαρ, στέατοςGrammatical information: n.Meaning: `(standing) fat, tallow' (opposite πιμελή), also `dough' = σταῖς (Od., Hp., X., Arist. etc.).Derivatives: Dimin. στεάτ-ιον n. (Alex., Paul. Aeg.), - ώδης `tallowy' (Hp., Arist. a. o.), - ινος `of tallow, of dough' (Aesop.), - ωμα n. `tallow formation, fat-tumour' with - ωμάτιον n. (medic.), - ῖται πλακοῦντες H. as expl. of πίονες; - όομαι `to be tallowed' (LXX), `to suffer from a fat-tumour' (Hippiatr.); also στε-άζω `to tallow' (Al.).Origin: IE [Indo-European] [1010] *steh₂i̯-r̥Etymology: Old formation like πῖαρ, οὖθαρ a.o. (Schwyzer 518, Benveniste Origines 19, 27 a. 169); without immediate agreement outside Greek. Can stand for *στῆι̯αρ, -στᾱι̯αρ (from which with metathesis στέᾱρ [LSJ Add. et Corr. s. v.]), which makes connection with Av. stā(y)- m. `heap, mass' possible (but instr. pl. stāiš). To this with zero grade Skt. stī-má- `slow' of waters, in antevoc. position sty-āna- `curdled, fixed, stiff', prob. also stíyāḥ nom. pl. approx. `standing waters' (opposite síndhavaḥ `rivers'; RV) etc.; s. στία. -- Not here σταῖς (s. v.) and ἀγχιστῖνος (s. ἄγχι).Page in Frisk: 2,779-780Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στέαρ
-
18 στέατος
στέαρ, στέατοςGrammatical information: n.Meaning: `(standing) fat, tallow' (opposite πιμελή), also `dough' = σταῖς (Od., Hp., X., Arist. etc.).Derivatives: Dimin. στεάτ-ιον n. (Alex., Paul. Aeg.), - ώδης `tallowy' (Hp., Arist. a. o.), - ινος `of tallow, of dough' (Aesop.), - ωμα n. `tallow formation, fat-tumour' with - ωμάτιον n. (medic.), - ῖται πλακοῦντες H. as expl. of πίονες; - όομαι `to be tallowed' (LXX), `to suffer from a fat-tumour' (Hippiatr.); also στε-άζω `to tallow' (Al.).Origin: IE [Indo-European] [1010] *steh₂i̯-r̥Etymology: Old formation like πῖαρ, οὖθαρ a.o. (Schwyzer 518, Benveniste Origines 19, 27 a. 169); without immediate agreement outside Greek. Can stand for *στῆι̯αρ, -στᾱι̯αρ (from which with metathesis στέᾱρ [LSJ Add. et Corr. s. v.]), which makes connection with Av. stā(y)- m. `heap, mass' possible (but instr. pl. stāiš). To this with zero grade Skt. stī-má- `slow' of waters, in antevoc. position sty-āna- `curdled, fixed, stiff', prob. also stíyāḥ nom. pl. approx. `standing waters' (opposite síndhavaḥ `rivers'; RV) etc.; s. στία. -- Not here σταῖς (s. v.) and ἀγχιστῖνος (s. ἄγχι).Page in Frisk: 2,779-780Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στέατος
См. также в других словарях:
στητός — ή, ό, Ν [στήνω] 1. όρθιος και ακίνητος, ευθυτενής, ντούρος 2. (για στήθος ή θώρακα) προτεταμένος, σφριγηλός 3. μτφ. καμαρωτός 4. το ουδ. ως ουσ. το στητό και στηστό είδος παιχνιδιού. επίρρ... στητά κατά τρόπο στητό … Dictionary of Greek
στητός — ή, ό επίρρ. ά 1. όρθιος, ευθυτενής: Έχει στητό κορμί. 2. ως ουσ., στητό, το και στηστό, το είδος παιχνιδιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στέαρ — ατος, το, ΝΜΑ, και στέας Μ, και στεῑαρ, είατος, και στῆρ, στητός Α το στερεό και συμπαγές λίπος τών εσωτερικών λιπαρών ιστών μυρηκαστικών, το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή κεριών, σαπουνιών κ.ά. προϊόντων (α. «βόρειο στέαρ» β. «οὔτε… … Dictionary of Greek
έξορθος — ἔξορθος, ον (Α) όρθιος, στητός … Dictionary of Greek
μαρμαροκολόνα — η 1. μαρμάρινη στήλη 2. μτφ. (για πρόσωπα και ιδίως για γυναίκες) άνθρωπος στητός, με ωραίο παράστημα και λευκός σαν μάρμαρο … Dictionary of Greek
ντούρος — α, ο 1. σκληρός, γερός 2. ευθύγραμμος, ίσιος, αυτός που δεν λυγίζει εύκολα, αλύγιστος, άκαμπτος 3. (για πρόσ.) α) ευθυτενής, στητός («ντούρα κορμοστασιά», Βάρναλης) β) μτφ. ανυποχώρητος, αταλάντευτος στις αρχές ή στις αποφάσεις του 4. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
ολόρθος — η, ο 1. εντελώς όρθιος, ευθυτενής, στητός («για ιδές κορμί ψηλό, λιγνό κι ολόρθο σαν τη λεύκα», Κρυστ.) 2. (για πράγματα) κάθετος προς το έδαφος 3. (για κτίσματα ή μέρη κτισμάτων) αυτός που δεν κατέπεσε, δεν γκρεμίστηκε 4. μτφ. αυτός που δεν έχει … Dictionary of Greek
ορθηλός — ὀρθηλός, ή, όν και ὀρθηρός, ά, όν (Α) ορθός, στητός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρθηλός < ὀρθός + επίθημα ηλός, πιθ. κατά το ὑψ ηλός, ενώ ο τ. ὀρθηρός < ὀρθός + επίθημα ηρός (πρβλ. τολμη ρός)] … Dictionary of Greek
ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι … Dictionary of Greek
στάδιος — ία, ον, θηλ. ιων. τ. ίη, Α 1. αυτός που στέκεται σε ένα σημείο, στον οποίο δεν υπάρχει μετακίνηση, αμετακίνητος («ἡ γὰρ μάχη οὐ σταδία ἦν», Θουκ.) 2. (για πηγή) στάσιμη, από την οποία δεν τρέχει νερό 3. στητός, ορθός, ίσος 4. (ειδικά για χιτώνα)… … Dictionary of Greek
στηστό — το, Ν βλ. στητός … Dictionary of Greek