-
1 σταφυλίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταφυλίτης
-
2 σταφυλή
Grammatical information: f.Meaning: `grape' (Il.), metaph. `swollen uvula, uvula inflammation' (Hp., Arist. etc.), also σταφύλη (accent after κοτύλη, κανθύλη a.o.?) `lead in the balance, plummet of a level' (Β 765).Compounds: Compp., e.g. σταφυλο-τομέω `to cut off grapes, to operate the uvula' (late; cf. δειρο-τομέω s. δέρη), ἐρι-στάφυλος `with big grapes' (ep. Od.).Derivatives: Dimin. σταφυλ-ίς, - ίδος f. (Theoc., Hp.), - ιον n. (M. Ant., pap.); - ῖνος m. `carrot' (Hp., Dsc. a.o.; Andrews ClassPhil. 44, 186f.), metaph. as name of an insect (Arist.; Strömberg Theophrastea 52); - ίτης m. surn. of Dionysos (Ael.; Redard 212); - ωμα n. name of an eye-disease (medic.; after γλαύκωμα a. o.). From σταφύλη: σταφυλίζειν τὸ συνι\<σ\> άζειν τὰς ὤας τοῦ ἱματίου H. -- PN Στάφυλος m. (on the accent Schw.-Debrunner 37).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: No etym.; perh. LW [loanword] (cf. Chantraine Form. 251, Schwyzer 485). Since long (s. Curtius 213) connected wit στέμφυλα, "was schon von Curtius a. O. mit Recht bezweifelt wird" (Frisk). The similarity with ( ἀ)σταφίς (s.v.) is hardly accidental; σταφίς a cross? - Furnée 342, 373; also ὁσταφίς. The variants show clearly that the word is Pre-Greek. στεμφυλ- (s.v.) clearly belongs here too prensalization is typical of Pre-Greek. The total structure of the word (a-vocalism, - υλ-) is Pre-Greek.Page in Frisk: 2,778-779Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σταφυλή
См. также в других словарях:
μαραθίτης — Οικισμός (252 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλείου. * * * μαραθίτης, ὁ (ΑM) παρασκευασμένος από μάραθο ή αρωματισμένος με μάραθο («οἶνος μαραθίτης», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάραθον + επίθημα ίτης (πρβλ. καλαμ ίτης,… … Dictionary of Greek
μορίτης — μορίτης, ὁ (Α) (ενν. οἶνος) κρασί από μούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρον + κατάλ. ίτης (πρβλ. μηλ ίτης, σταφυλ ίτης)] … Dictionary of Greek
ομφακομελίτης — ὀμφακομελίτης, ὁ (Μ) το ομφακόμελι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφακόμελι + κατάλ. ίτης (πρβλ. καπν ίτης, σταφυλ ίτης)] … Dictionary of Greek
στεατίτης — Πυριτικό ορυκτό, ποικιλία του τάλκη, που συνήθως εμφανίζεται σε κρυπτο κρυσταλλικά συσσωματώματα. Είναι επίσης γνωστός με την ονομασία ορεόστεαρ ή σαπωνόλιθος. Έχει σκληρότητα 1,0 1,5, ειδικό βάρος 2,6 2,8 και τα χρώματα του ποικίλλουν (άσπρο,… … Dictionary of Greek