-
1 στήριγμα
στήριγμα, τό, das Gestützte, die Stütze; χερὸς στηρίγματα, Eur. I. A. 617; Plut. Symp. 3, 2, 2.
-
2 στηριγμα
-
3 στήριγμα
στήριγμαsupport: neut nom /voc /acc sg -
4 στήριγμα
στήριγμα, τό, das Gestützte, die Stütze -
5 στήριγμα
τό1) опора, подпорка; устой; точка опоры; 2) перен. поддержка, опора;στήριγμα της οικογένειας — опора семьи;
δέν έχει κανένα στήριγμα — у него нет никакой опоры, ему не на когс опереться
-
6 στήριγμα
-ατος τό N 3 0-2-4-3-9=18 2 Sm 20,19; 2 Kgs 25,11; Ez 4,16; 5,16; 7,11support, provision (of bread) Ps 104 (105),16, cpr. Ps 71(72),16; support, staff Ez 7,11; support, helperTob 8,6*2 Kgs 25,11 τὸ λοιπὸν τοῦ στηρίγματος the rest of the solid (citizens)-האמון יתר for MT ההמון יתר the rest of the multitude, cpr. JerMT 52,15Cf. CAIRD 1969=1972 147 (2 Sm 20,19; 2 Kgs 25,11) -
7 στήριγμα
[сгиригма] ουσ ο опора, подпорка, подставка. (μεταφ) опора, поддержка. -
8 στήριγμα
A support, foundation, χερὸς.. στηρίγματα the support of one's hand, E.IA 617; στηρίγματ' οἴκου, of children, Trag.Adesp.427;θνητῶν σ. κραταιόν Orph.H.18.7
;περιπλοκῆς δεῖται καὶ στηρίγματος Plu.2.649c
, cf. Ph.1.644: in pl., of a tower, J.BJ2.17.8.4 = στερέωμα 4, PMag.Lond.121.509.5 τὸ λοιπὸν τοῦ ς. the rest of the multitude, LXX 4 Ki.25.11.6 pl., surgical supports, = ἀποστηρίγματα, distd. fr. ἑρμάσματα, Gal.18(2).917.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στήριγμα
-
9 στήριγμα
destek, dayanak, payanda, mesnet -
10 στήριγμα
appui -
11 στήριγμα
1) oparcie (n) rzecz.2) podpora (f) rzecz.3) podpórka (f) rzecz.4) poparcie (n) rzecz.5) wsparcie (n) rzecz. -
12 στήριγμα
1) opora2) podepření3) podpěra4) podpírání5) podpora -
13 στήριγμα
supportΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στήριγμα
-
14 ἀπο-στήριγμα
ἀπο-στήριγμα, τό, die Versetzung eines Krankheitsstoffes in ein einzelnes Glied, wie ἀπόσκημμα, Hippocr.
-
15 ἀντι-στήριγμα
ἀντι-στήριγμα, τό, Gegenstütze, Hippocr.; LXX.
-
16 ἐπι-στήριγμα
ἐπι-στήριγμα, τό, die Stütze, LXX.
-
17 ὑπο-στήριγμα
ὑπο-στήριγμα, τό, untergesetzte Stütze, LXX.
-
18 στηριγμάτων
στήριγμαsupport: neut gen pl -
19 στηρίγμασι
στήριγμαsupport: neut dat pl -
20 στηρίγμασιν
στήριγμαsupport: neut dat pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στήριγμα — support neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήριγμα — Ημιορεινός οικισμός (62 κάτ., υψόμ. 400 μ.), στην επαρχία Ξάνθης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μύκης. * * * ίγματος, το, ΝΜΑ [στηρίζω] 1. καθετί πάνω στο οποίο στηρίζεται κάτι, μέσο στήριξης, έρεισμα (α. «στήριγμα τής… … Dictionary of Greek
στήριγμα — το 1. μέσο στήριξης, έρεισμα: Έβαλαν δύο στηρίγματα σ αυτόν τον τοίχο. 2. μτφ., προστάτης: Πέθανε ο άντρας της κι έμεινε χωρίς στήριγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στηριγμάτων — στήριγμα support neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηρίγμασι — στήριγμα support neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηρίγμασιν — στήριγμα support neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηρίγματα — στήριγμα support neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηρίγματι — στήριγμα support neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηρίγματος — στήριγμα support neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
αντηρίδα — η (AM ἀντηρίς) νεοελλ. 1. δοκός ή άλλη ανάλογη κατασκευή (ξύλινη, πέτρινη, μεταλλική) που χρησιμεύει ως στήριγμα στις εκσκαφές και στην οικοδομική 2. εσωτερικό ενισχυτικό στήριγμα, που προεξέχει από την όψη ενός τοίχου και χρησιμεύει είτε για την … Dictionary of Greek