-
1 στέγα
στέγᾱ, στέγηroof: fem nom /voc /acc dualστέγᾱ, στέγηroof: fem nom /voc sg (doric aeolic)στέγᾱ, στέγοςroof: neut nom /voc /acc pl (doric aeolic)——————στέγαι, στέγηroof: fem nom /voc plστέγᾱͅ, στέγηroof: fem dat sg (doric aeolic) -
2 στέγᾳ
Βλ. λ. στέγα -
3 στεγάσας
στεγά̱σᾱς, στεγάζωcover: fut part act fem acc pl (doric)στεγά̱σᾱς, στεγάζωcover: fut part act fem gen sg (doric)στεγάσᾱς, στεγάζωcover: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 στέγας
στέγᾱς, στέγηroof: fem acc plστέγᾱς, στέγηroof: fem gen sg (doric aeolic) -
5 στεγάσαι
στεγά̱σᾱͅ, στεγάζωcover: fut part act fem dat sg (doric)στεγάζωcover: aor inf actστεγάσαῑ, στεγάζωcover: aor opt act 3rd sg -
6 στέγαι
στέγηroof: fem nom /voc plστέγᾱͅ, στέγηroof: fem dat sg (doric aeolic) -
7 κοσμέω
A order, arrange, esp. set an army in array, marshal it, Il.14.379; :—[voice] Pass., ; πένταχα κοσμηθέντες marshalled in five bodies, 12.87; of a population,διὰ τρίχα κοσμηθέντες 2.655
; once in Od., of hunters,διὰ δὲ τρίχα κοσμηθέντες 9.157
:—[voice] Med., κοσμησάμενος πολιήτας having arranged his men, Il.2.806; so after Homer, κ. στρατόν (v.l. for κοιμήσων) E.Rh. 662;τάξεις κεκοσμημέναι X.Cyr.2.1.26
, cf. Pl.Phdr. 247a;ἐπὶ τάξις πλεῦνας ἐκεκοσμέατο Hdt.9.31
.2 generally, arrange, prepare,δόρπον ἐκόσμει Od. 7.13
;κ. ἀοιδήν η Bacch.59
; ;στέφανον E.Hipp.74
;τράπεζαν X.Cyr.8.2.6
;εἰς τάφον λέβητα S.El. 1401
:—[voice] Pass.,δεῖπνον κεκόσμηται Pi.N.1.22
; δεῖ οὕτω κοσμηθῆναι ὅκως .. Democr.266; τὸ κοσμηθὲν αἷμα, = τὸνοἰκεῖον κόσμον κτησάμενον, Gal.5.551.II order, rule,τὴν πόλιν κ. καλῶς τε καὶ εὖ Hdt.1.59
, cf. S.Aj. 1103;Σπάρτην ἔλαχες, κείνην κόσμει E.Fr. 723
(anap.); κ. ἐμαυτόν restrain myself, Id.Hyps.Fr.34(60).46;τὰ ἄλλα ἐκεκοσμέατό οἱ Hdt.1.100
;τόν γε νοῦν κοσμοῦντα πάντα κοσμεῖν Pl.Phd.97
c:—[voice] Pass., τὰ κοσμούμενα orderly institutions, S.Ant. 677: [tense] pf.part., of persons, orderly,ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος Pl.Lg. 716a
;τεταγμένον τε καὶ κ. πρᾶγμα Id.Grg. 504
a.2 in Crete, hold office of ,οἱ κεκοσμηκότες Arist. Pol. 1272a35
, cf. Plb.22.15.1; Cret. [full] κοσμίω Leg.Gort.1.51, etc.; also κορμίω (q.v.).III adorn, equip, dress, esp. of women, h.Hom. 6.11, Hes.Op.72;κοσμῆσαί τινα πανοπλίῃ Hdt.4.180
;τριπόδεσσι κ. δόμον Pi.I.1.19
;τινὰ πλούτῳ ὑπερβάλλοντι Hdn.3.10.6
: c. dupl. acc., (Phrygia, iv A. D.):—freq. in [voice] Med., κοσμέεσθαι τὰς κεφαλάς to adorn their heads, Hdt.7.209;κοσμεῖσθαι σῶμα ὅπλοις E.Ph. 1359
; ἐν φοινικίσι κοσμησάμενοι having decked themselves, Pl.Com.208:—[voice] Pass.,χρυσῷ κοσμηθεῖσα h.Ven.65
;παῖσα δ' Ἄρῃ κεκόσμηται στέγα Alc.15.1
;ἵπποι κεκοσμημένοι ὡς κάλλιστα Hdt.7.40
; d, cf. S.Ph. 1064, Th.6.41, etc.2 metaph., adorn, embellish, ; c;τραγικὸν λῆρον Ar.Ra. 1005
; κ. ἔργον ἄριστον ib. 1027;τὸ λογικὸν ἔχεις ἐξαίρετον, τοῦτο κόσμει Arr.Epict.3.1.26
;λόγον εὐρυθμίαις Isoc.5.27
;αὑτὸν λόγοις Pl.La. 196
b, cf. 197 c;ἐπὶ τὸ μεῖζον κ. Th.1.21
; τὸν.. τὴν ἐκείνων ἀρετὴν κοσμήσοντα (in speaking) D.18.287:—[voice] Pass.,ἦθος σεμνότητι -μημένον Phld.Acad.Ind. p.52
M.3 honour, λουτροῖς σ' ἐκόσμης' S.El. 1139;κ. τάφον Id.Ant. 396
; ;κ. καὶ τιμᾶν X.Cyr.1.3.3
; of persons, adorn, be an honour to,πατρίδα Thgn.947
;νᾶσον εὐκλέα Pi.N.6.46
;Σαλαμῖνα κ. πατρίδα E.Fr.530.3
; [τὴν πόλιν] αἱ τῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν Th.2.42
.IV [voice] Pass., to be assigned, ascribed to,ἐς τὸν Αἰγύπτιον νομὸν αὗται [αἱ πόλεις] ἐκεκοσμέατο Hdt.3.91
;ἐς Πέρσας κεκοσμέαται Id.6.41
; esp. of philosophic schools,κατὰ τὴν Ἀκαδημίαν κοσμεῖσθαι S.E.P.1.231
;οἱ κατὰ διαφόρους αἱρέσεις κοσμούμενοι Id.M.11.77
. -
8 πυρίκτιτος
A made in or with fire, ἐν πυρικτίτῳ στέγᾳ in an earthen pot, restored by Kock (for πυρικτίτοισι γᾶς ) in Tim.Fr.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρίκτιτος
-
9 στέγη
A roof, A.Ag. 897, Hdt.6.27, X.Mem.3.8.9, Ev.Marc.2.4, etc.; παρέχειν τινὶ ς. give one shelter, Arist.Fr. 631;στέγῃ δέχεσθαί τινας OGI665.25
(Egypt, i A.D.).II roofed place, chamber, room, Hdt.2.2, 148, 175, Eup.347, X.Oec.8.13, etc.; covered vestibule, IG22.1046.13; ἕρκειος ς., of a tent, S.Aj. 108; a hare's seat or form, Id.Fr. 174; ἐκ κατώρυχος ς., of the grave, Id.Ant. 1100, cf. 888.2 storey of a house, PStrassb.110.6 (iii B.C.), PCair.Zen.766.4 (iii B.C.), etc.; ἡ ἀνωτάτη ς. Str.15.3.7; αἱ στέγαι the upper storeys, PPetr.2p.28 (iii B.C.), cf. SIG344.16 (Teos, iv B.C.), IG42(1).102.293 (Epid., iv B.C.), PLond.3.1164f28 (iii A.D.).3 freq. in pl., house, dwelling, A.Ag.3, 518, al.; κατὰ στέγας at home, S.OT 637, al.; ἐπελεῦσαι τῷ ἀνδρὶ ἐπὶ στέγαν to the man's house, Leg.Gort.3.46, cf. Schwyzer 177.3 (Crete, v B.C.).
См. также в других словарях:
στέγα — στέγᾱ , στέγη roof fem nom/voc/acc dual στέγᾱ , στέγη roof fem nom/voc sg (doric aeolic) στέγᾱ , στέγος roof neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγᾳ — στέγαι , στέγη roof fem nom/voc pl στέγᾱͅ , στέγη roof fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγα — ἡ, Α βλ. στέγη … Dictionary of Greek
στεγάσας — στεγά̱σᾱς , στεγάζω cover fut part act fem acc pl (doric) στεγά̱σᾱς , στεγάζω cover fut part act fem gen sg (doric) στεγάσᾱς , στεγάζω cover aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγας — στέγᾱς , στέγη roof fem acc pl στέγᾱς , στέγη roof fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγάσαι — στεγά̱σᾱͅ , στεγάζω cover fut part act fem dat sg (doric) στεγάζω cover aor inf act στεγάσαῑ , στεγάζω cover aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγη — Τμήμα οικοδομής, που καλύπτει το πάνω μέρος της για να προφυλάξει το εσωτερικό της από τις καιρικές συνθήκες. Τύποι στέγης είναι η ταράτσα, η επικλινής, η αψίδα και θόλος. Η ταράτσα είναι μια επίπεδη οροφή που αποτελείται, από ξύλινες ή… … Dictionary of Greek
στεγανόμος — ον, Α 1. κατοικίδιος («στεγανόμους ὄρνιθας», Λυκόφρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ στεγανόμος α) τίτλος ιερατικού αξιώματος β) ιδιοκτήτης κατοικίας, σπιτονοικοκύρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέγη /στέγᾱ + νόμος*] … Dictionary of Greek
στέγαι — στέγη roof fem nom/voc pl στέγᾱͅ , στέγη roof fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)