Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στέγᾳ

См. также в других словарях:

  • στέγα — στέγᾱ , στέγη roof fem nom/voc/acc dual στέγᾱ , στέγη roof fem nom/voc sg (doric aeolic) στέγᾱ , στέγος roof neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέγᾳ — στέγαι , στέγη roof fem nom/voc pl στέγᾱͅ , στέγη roof fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέγα — ἡ, Α βλ. στέγη …   Dictionary of Greek

  • στεγάσας — στεγά̱σᾱς , στεγάζω cover fut part act fem acc pl (doric) στεγά̱σᾱς , στεγάζω cover fut part act fem gen sg (doric) στεγάσᾱς , στεγάζω cover aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέγας — στέγᾱς , στέγη roof fem acc pl στέγᾱς , στέγη roof fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγάσαι — στεγά̱σᾱͅ , στεγάζω cover fut part act fem dat sg (doric) στεγάζω cover aor inf act στεγάσαῑ , στεγάζω cover aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέγη — Τμήμα οικοδομής, που καλύπτει το πάνω μέρος της για να προφυλάξει το εσωτερικό της από τις καιρικές συνθήκες. Τύποι στέγης είναι η ταράτσα, η επικλινής, η αψίδα και θόλος. Η ταράτσα είναι μια επίπεδη οροφή που αποτελείται, από ξύλινες ή… …   Dictionary of Greek

  • στεγανόμος — ον, Α 1. κατοικίδιος («στεγανόμους ὄρνιθας», Λυκόφρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ στεγανόμος α) τίτλος ιερατικού αξιώματος β) ιδιοκτήτης κατοικίας, σπιτονοικοκύρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέγη /στέγᾱ + νόμος*] …   Dictionary of Greek

  • στέγαι — στέγη roof fem nom/voc pl στέγᾱͅ , στέγη roof fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»