-
1 στασιμος
21) стоячий, неподвижный(ὕδωρ Xen.; ὕδατα Arst.)
2) спокойный, тихий(τῆς θαλάττης φύσις Polyb.)
3) уравновешенный, положительный, серьезный(φρόνιμος καὴ σ. ἄνθρωπος Polyb.)
4) стойкий, непоколебимый(ἄνδρες Polyb.)
5) постоянный, неизменный(φύσεις Plat.)
6) размеренный, медлительный, величавый(ποίησις Arst.)
στάσιμον μέλος Arph., Arst., Sext. = στάσιμον 1 -
2 στάσιμος
η, ο [ος, ον ]1) неподвижный; стоячий (о воде); 2) перен. застойный (о явлениях); депрессивный; 3) бесперспективный (о людях);στάσιμος αξιωματικός (μαθητής) — бесперспективный офицер (ученик);
κρίνομαι στάσιμος — считаться бесперспективным
-
3 στάσιμος
[стасимос] επ неподвижный, остановившийся, застойный, (о воде)стоячий.
См. также в других словарях:
στάσιμος — checking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάσιμος — η, ο / στάσιμος, ον ΝΜΑ [στάσις] 1. αυτός που δεν κινείται, ακίνητος (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το στάσιμο(ν) χορικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο χορός ανάμεσα σε δύο επεισόδια κατά τη… … Dictionary of Greek
στάσιμος — η, ο 1. αυτός που δεν αλλάζει κατάσταση, αμετάβλητος: Η πολιτική κατάσταση είναι στάσιμη. 2. ακίνητος: Τα στάσιμα νερά είναι εστίες μόλυνσης. 3. αυτός που δεν προβιβάζεται: Ο μαθητής αυτός έμεινε στάσιμος για δεύτερη χρονιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στασιμώτερον — στάσιμος checking masc acc comp sg στάσιμος checking neut nom/voc/acc comp sg στάσιμος checking adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιμωτέρων — στάσιμος checking fem gen comp pl στάσιμος checking masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιμώτατον — στάσιμος checking masc acc superl sg στάσιμος checking neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασίμως — στάσιμος checking adverbial στάσιμος checking masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάσιμον — στάσιμος checking masc/fem acc sg στάσιμος checking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιμωτάτη — στάσιμος checking fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιμωτάτην — στάσιμος checking fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιμωτάτης — στάσιμος checking fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)