-
1 застойный
στάσιμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > застойный
-
2 второгодник
второгодникм ὁ διετής, ὁ στάσιμος, второе с (блюдо) ἡ ἐντράδα. -
3 застойный
заст||о́йныйприл στάσιμος. -
4 стоячий
стояч||ийприл1. ὅρθιος:\стоячий воротник τό ψηλό κολάρο·2. (неподвижный) στάσιμος:\стоячийая вода́ τό στάσιμο νερό, τό λιμνάζον ὕδωρ. -
5 второгодник
[φταραγκόντνικ] ουσ. α. στάσιμος -
6 второгодник
[φταραγκόντνικ] ουσ α στάσιμος -
7 второгодник
-а α., -ца, -ы θ. ο, η διετής, στάσιμος μαθητής, -τρία. -
8 застойный
επ.1. στάσιμος, ακίνητος. || αζήτητος•застойный товар εμπόρευμα που στέκεται απούλητο.
|| μτφ. μαρασμένος, ανεξέλικτος.2. συνεχής, διαρκής•-ое пьянство συνεχής μέθη.
-
9 место
-а, πλθ. места, мест ουδ.1. τόπος, μέρος• χώρος•рабочее место τόπος της δουλειάς•
общественное место δημόσιος χώρος•
место назначения τόπος προσδιορισμού•
место рождения τόπος γένησης•
глухое место έρημο (απόκεντρο) μέρος•
прибыть на место φτάνω στο μέρος.
2. θέση•уступить место παραχωρώ τη θέση•
положить на место βάζω στη θέση.
|| θέση υπηρεσιακή•быть без -а είμαι χωρίς θέση.
3. περικοπή, περίοδος, χωρίο.4. -а πλθ. επαρχία, ύπαιθρος• περιφέρεια.5. βαθμίδα•занимать первое место в соревновании παίρνω την πρώτη θέση στην άμιλλα.
6. αντικείμενο, πράγμα αποσκευών.εκφρ.место заключения – τόπος εγκάθειρξης, φυλακή•к -у ή у -а – πάνω στην ώρα, στον κατάλληλο χρόνο ή στιγμή•не к -у ή не у -а – σε ακατάλληλη ώρα σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο•на своём -е – στη θέση του (όπου μπορεί να αποδόσει περισσότερο)•на -е преступления – στον τόπο του εγκλήματος, επ αυτοφόρω, στα πράσα•на -е кого – στη θέση κάποιου•на -е уложить (положить, убить) φονεύω επι τόπου•поставить на (своё) место кого ή указать место кому – βάζω κάποιον στη θέση του (επιτ ιμώ παρεκτρεπό-μενο)•сердце (душа) не на -е – σπάραξε η καρδιά (από φόβο)•не находить (себе) -а – δε με χωρά ο τόπος (ανησυχώ υπερβολικά)•с -а (брать, взять) – αμέσως, χωρίς καθυστέρηση•ни с -а – α) ούτε ρούπι, καθόλου μην (το κουνήσεις), β) μτφ. σημειωτό βήμα, στάσιμος•по -ам! – (παράγγελμα) στις θέσεις σας!•- а общего пользования – μέρη κοινής χρήσης (κουζίνα, αφοδευτήρια κ.τ.τ.). -
10 просидеть
-сижу, -сидишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. просиженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.1. κάθομαι (για ένα χρον. διάστημα)•просидеть всю ночь за работой δουλεύω όλη τη νύχτα•
просидеть всю ночь αγρυπνώ όλη τη νύχτα.
2. μένω, παραμένω•он у нас -ел два часа αυτός κάθησε σε μας δυο ώρες.
|| μένω στάσιμος, δεν προβιβάζομαι•он -ел в третьем классе два года αυτός έμεινε στην ίδια τάξη δυο χρόνια.
3. φθείρω, χαλνώ από το πολύ καθησιό•он просидетьел брюки αυτός χάλασε το παντελόνι από το πολύκαθησιό.
-
11 стоячий
-ая, -ееεπ.1. ορθός, όρθιος, ορθωμένος•стоячий воротник ορθός γιακάς•
в -ем положении σε όρθια στάση.
2. στάσιμος, στεκούμενος, λιμνάζων. || ακίνητος•стоячий воздух ακίνητος αέρας, άπνοια.
См. также в других словарях:
στάσιμος — checking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάσιμος — η, ο / στάσιμος, ον ΝΜΑ [στάσις] 1. αυτός που δεν κινείται, ακίνητος (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το στάσιμο(ν) χορικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο χορός ανάμεσα σε δύο επεισόδια κατά τη… … Dictionary of Greek
στάσιμος — η, ο 1. αυτός που δεν αλλάζει κατάσταση, αμετάβλητος: Η πολιτική κατάσταση είναι στάσιμη. 2. ακίνητος: Τα στάσιμα νερά είναι εστίες μόλυνσης. 3. αυτός που δεν προβιβάζεται: Ο μαθητής αυτός έμεινε στάσιμος για δεύτερη χρονιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στασιμώτερον — στάσιμος checking masc acc comp sg στάσιμος checking neut nom/voc/acc comp sg στάσιμος checking adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιμωτέρων — στάσιμος checking fem gen comp pl στάσιμος checking masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιμώτατον — στάσιμος checking masc acc superl sg στάσιμος checking neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασίμως — στάσιμος checking adverbial στάσιμος checking masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάσιμον — στάσιμος checking masc/fem acc sg στάσιμος checking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιμωτάτη — στάσιμος checking fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιμωτάτην — στάσιμος checking fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιμωτάτης — στάσιμος checking fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)