-
1 στόχος
[стохос] ουσ. а. цель, мишень.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στόχος
-
2 мишень
-
3 цель
-
4 мишень
мишеньж прям., перен ὁ στόχος, τό σημάδι:служить \мишенью для насмешек γίνομαι στόχος γιά κοροϊδία. -
5 цель
цел||ьж1. (мишень) ὁ στόχος, τό σημάδι:движущаяся \цель ὁ κινούμενος στόχος· стрельба в \цель ἡ σκοποβολή· попасть в \цель πετυχαίνω τόν στόχο· не попасть в \цель ἀστοχώ, δέν πετυχαίνω τόν στόχο·2. перен ὁ σκοπός:\цель жизни σκοπός τής ζωής· достичь своей \цельи πετυχαίνω τόν σκοπό μου· ◊ бвть в \цель προχωρώ στον σκοπό μου· бить мимо \цельи а) ἀστοχώ, б) πάω στά χαμένα (или στό βρόντο), πέφτω στό κενό (тк. перен)· иметь \цельыо... ἔχω σκοπό να...· с какой \цельью? γιά πιό σκοπό;, μέ τί σκοπό;· с \цельыо..., в \цельях... μέ σκοπό...· в \цельях улучшения γιά τήν βελτίωση, γιά τήν καλυτέρευση. -
6 цель
-и θ.1. στόχος, σκοπός, σημάδι•бить в цель χτυπώ (πετυχαίνω) το στόχο•
попасть в цель βρίσκω το στόχο•
стрелять в цель πυροβολώ στο στόχο, ρίχνω στο σημάδι•
движущая цель κινητός στόχος•
не попасть в цель αστοχώ.
|| παλ. • το στόχαστρο.2. μτφ. πρόθεση, επιδίωξη•иметь своею -ью что-Η. έχω για σκοπό μου κάτι•
цель преследовать какую-н. -
επιδιώκω κάποιο σκοπό•επίτευξη του σκοπού•ставить своей -ыо что-Η. βάζω για σκοπό μου κάτι•
без -и χωρίς σκοπό, άσχοπα•
с -ью ή в -ях με σκοπό, σκόπιμα.
-
7 мишень
(рад., яд.физ.) о στόχος, το σημάδιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мишень
-
8 цель
1. (рлк.) о στόχ/οςложная - ψευδής/ψεύτικος -радиолокационная - του ραδιοεντοπιστή, разг. - του ραντάρ2. (стремление достичь чего-л.) о σκοπ/ός, о στόχοςη επιδίωξηприбор может быть использован для следующих - ей το όργανο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους παρακάτω - ούςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цель
-
9 неподвижный
неподви́жн||ыйприл ἀκίνητος, ἀσάλευτος:\неподвижныйый взгляд τό ἀπλανές βλέμμα· \неподвижныйое лицо τό ἀπαθές πρόσωπο[ν]· быть \неподвижныйым μένω ἀκίνητος· \неподвижныйая цель воен. ὁ σταθερός στόχος. -
10 подвижной
подвижи||ойприл1. κινητός, εὐκίνητος:\подвижной состав ж.-д. τό τροχαϊον ὑλικόν \подвижнойая цель воен. ὁ κινούμενος στόχος·2. (о человеке) ζωηρός, εὐκίνητος, ἐδ-στροφος:\подвижнойое лицо́τό ζωηρό πρόσωπο· ◊ \подвижнойые игры τά ὑπαίθρια παιχνίδια -
11 мишень
[μισέν"] ουσ. θ. στόχος -
12 цель
[τσέλ'] ουσ. θ. στόχος, σκοπός -
13 мишень
[μισέν"] ουσ θ στόχος -
14 цель
[τσέλ'] ουσ θ στόχος, σκοπός -
15 мета
-
16 мишень
-и θ.1. στόχος, σημάδι.2. μτφ. ο σκοπός (που αποβλέπει κάποιος). -
17 накрытие
-я ουδ. (στρατ.) στόχος•снаряд попал под накрытие το βλήμα έπεσε πάνω στο στόχο•
-
18 подвижной
κ. подвижныйεπ.1. κινητός, κινούμενος•-ые части машины τα κινητά μέρη της μηχανής•
-ая цель κινητός στόχος•
-ые мосты κινητές γέφυρες.
|| μετακινούμενος, μεταφερόμενος.2. ευκίνητος, γρήγορος, ευλύγιστος. || ζωηρός, δραστήριος, ρέκτης.εκφρ.подвижной состав – το τροχαίο σιδηροδρομικό υλικό. -
19 тарелочка
-и θ.1. πινακίδιο, πιατάκι.2. (στρατ.) στόχος πινακοειδής. -
20 умонастроение
-я ουδ. ο (επιδιωκόμενος) σκοπός• ο στόχος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στόχος — pillar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόχος — ο, ΝΜΑ σημείο ή αντικείμενο προς το οποίο σκοπεύει, κατευθύνει τη βολή τού όπλου του κάποιος, σημάδι νεοελλ. 1. σκοπός, επιδίωξη 2. πρόσωπο ή αντικείμενο προς το οποίο κατευθύνεται μια ενέργεια («έγινε στόχος άδικων επικρίσεων και συκοφαντιών») 3 … Dictionary of Greek
στόχος — ο 1. το σημείο ή αντικείμενο στο οποίο σκοπεύει κάποιος, σημάδι: Καμιά βολή δεν πέτυχε το στόχο. 2. σκοπός: Έγινε στόχος όλων των εφημερίδων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στόχον — στόχος pillar masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόχου — στόχος pillar masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόχους — στόχος pillar masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόχῳ — στόχος pillar masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
σύστοχος — ον, Α αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία με κάποιον ή με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στόχος (< στόχος), πρβλ. ἄ στοχος] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek