Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

στόχος

  • 21 швырок

    -рка α.
    1. βλ. бросок (2 σημ.).
    2. κοντά καυσόξυλα θερμάστρας.
    3. κινητός στόχος βολής.

    Большой русско-греческий словарь > швырок

  • 22 щит

    α.
    1. ασπίδα•

    щит ахилла ή ахилса η ασπίδα του Αχιλλέα.

    || μτφ. προπύργιο, προμαχώνας.
    2. φράγμα• φράχτης. || προκατασκευασμένα μεσοχωρίσματα σπιτιών σαν δώματα.
    3. προστατευτικό έρεισμα σήραγγας.
    4. όστρακο (χελώνας, κοχλία κλπ.)• φολίδα. || πίνακας, ταμπλό.
    5. ηλεκτρικός πίνακας•

    электрораспределительный щит ηλεκτρικός πίνακας διανομής ρεύματος.

    || μεγάλος στόχος βολής στη θάλασσα.
    6. το σανιδωμα του τέρματος του μπάσκετ-μπόλ.
    εκφρ.
    поднять на щит – επαινώ, εγκωμιάζω, εκθειάζω, εξυψώνω•
    на -е вернуться – γυρίζω νικημένος•
    со -ом вернуться – γυρίζω νικητής.

    Большой русско-греческий словарь > щит

См. также в других словарях:

  • στόχος — pillar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόχος — ο, ΝΜΑ σημείο ή αντικείμενο προς το οποίο σκοπεύει, κατευθύνει τη βολή τού όπλου του κάποιος, σημάδι νεοελλ. 1. σκοπός, επιδίωξη 2. πρόσωπο ή αντικείμενο προς το οποίο κατευθύνεται μια ενέργεια («έγινε στόχος άδικων επικρίσεων και συκοφαντιών») 3 …   Dictionary of Greek

  • στόχος — ο 1. το σημείο ή αντικείμενο στο οποίο σκοπεύει κάποιος, σημάδι: Καμιά βολή δεν πέτυχε το στόχο. 2. σκοπός: Έγινε στόχος όλων των εφημερίδων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στόχον — στόχος pillar masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόχου — στόχος pillar masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόχους — στόχος pillar masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόχῳ — στόχος pillar masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • σύστοχος — ον, Α αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία με κάποιον ή με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στόχος (< στόχος), πρβλ. ἄ στοχος] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»