-
1 στοβάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στοβάζω
-
2 στοβέω
A scold, EM385.19, cf. Epic. in Arch.Pap.7p.9 (dub. sens.). -
3 στόβος
στόβ-ος, ὁ, -
4 διά(β)ολος
ο дьявол, сатана, чёрт, бес;τον φοβάμαι οπως ο διά(β)ολος το λιβάνι — я его боюсь как чёрт ладана;
§ τέκνον τού διαβόλου дьявольское отродье;πτωχός διά(β)ολος — бедный малый;
σού είν' ένας διά(β)ολ! — это сущий дьявол!;
είναι κάλτσα τού διαβόλου это сущий дьявол!, он чертовски хитёр!;έχει το διά(β)ολο μέσα του — в нём чёрт сидит;
τί διά(β)ολο! — что за чёрт!;
τί διά(β)ολο συμβαίνει! — что за чертовщина!;
ο διά(β)ολος ξέρει! — чёрт его знает!;
ο διά(β)ολος ξέρει τί! — чёрт знает что!;
στο διά(β)ολό! — или κατά διαβόλου! — к чёрту!;
διά(β)ολε! — или να πάρει ο διά(β)ολ! — чёрт возьми!;
να τον πάρει ο διά(β)ολ! — чёрт его побери!;
ας πάει στο διά(β)ολο! — пошёл он к чёрту!;
στοβ διαβόλου τη μάνα! к чёртовой матери!;τον έχω στού διαβόλου το κατάστιχο он у меня на плохом счету;βρήκα το διά(β)ολό μου — я попал в скверное положение;
από στραβού διαβόλου с неба свалилось (о неожиданном счастье);ο διά(β)ολος να σκάση θα το κάμω — на зло всем чертям я это сделаю;
γιά το διά(β)ολο πεσκέσι — а) никуда не годный, никчёмный (о человеке); — б) никудышная вещь, барахло;
εδώ κι' ο διά(β)ολος δεν τα βγάζει πέρα — тут сам чёрт ногу сломит;
στού διαβόλου την βκρη (τη μάννα) у чёрта на куличках -
5 διά(β)ολος
ο дьявол, сатана, чёрт, бес;τον φοβάμαι οπως ο διά(β)ολος το λιβάνι — я его боюсь как чёрт ладана;
§ τέκνον τού διαβόλου дьявольское отродье;πτωχός διά(β)ολος — бедный малый;
σού είν' ένας διά(β)ολ! — это сущий дьявол!;
είναι κάλτσα τού διαβόλου это сущий дьявол!, он чертовски хитёр!;έχει το διά(β)ολο μέσα του — в нём чёрт сидит;
τί διά(β)ολο! — что за чёрт!;
τί διά(β)ολο συμβαίνει! — что за чертовщина!;
ο διά(β)ολος ξέρει! — чёрт его знает!;
ο διά(β)ολος ξέρει τί! — чёрт знает что!;
στο διά(β)ολό! — или κατά διαβόλου! — к чёрту!;
διά(β)ολε! — или να πάρει ο διά(β)ολ! — чёрт возьми!;
να τον πάρει ο διά(β)ολ! — чёрт его побери!;
ας πάει στο διά(β)ολο! — пошёл он к чёрту!;
στοβ διαβόλου τη μάνα! к чёртовой матери!;τον έχω στού διαβόλου το κατάστιχο он у меня на плохом счету;βρήκα το διά(β)ολό μου — я попал в скверное положение;
από στραβού διαβόλου с неба свалилось (о неожиданном счастье);ο διά(β)ολος να σκάση θα το κάμω — на зло всем чертям я это сделаю;
γιά το διά(β)ολο πεσκέσι — а) никуда не годный, никчёмный (о человеке); — б) никудышная вещь, барахло;
εδώ κι' ο διά(β)ολος δεν τα βγάζει πέρα — тут сам чёрт ногу сломит;
στού διαβόλου την βκρη (τη μάννα) у чёрта на куличках -
6 στορβάζειν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στορβάζειν
-
7 στέμβω
Grammatical information: v.Meaning: = κινῶ συνεχῶς (EM), `to shake ceaselessly' (A. Fr. 440 = 635 M., also EM a.o. as explanation of ἀστεμφής), `to abuse, to vilify' (Eust.).Other forms: enlarged στεμβ-άζειν λοιδο-ρεῖν, χλευάζειν H., - άξαι ὑβρίσαι (EM), - άσεις λοιδιρίαι H.; ἀστέμβακτον ( κλέος, Euph.) = ἀκίνητον η βέβαιον η τετιμημένον (Et. Gud.); unclear ἀστέμβακτα τιμωρουμένη (Lyc. 1117); also ἀστεμβής ἀθαμβής, ἀτάραχος H. See also bel.Derivatives: Beside it without nasal: στόβος λοιδορία, ὄνειδος (Lyc., H.), στοβ-άζειν κακολογεῖν. - ασμάτων λοιδοριῶν H., ( ἐπι-)στοβέω `to mock, to taunt' (A. R., Epic. anon., EM). -- With aspirata: ἀστεμφής = ἀμετακίνητος (H.), `unshakable, firm' (ep. Il.). On στέμφῠλα n. pl. `squeezed olives or grapes, olive-, grape-mass' (IA.) s.v. -- With o-ablaut: στόμφ-ος m. `bombastic, high-flown speech' (Longin.), -ᾱξ, -ᾱκος m. `bombastic speaker, loudmouth' (Ar. Nu. 1367; from Aesch.), - άζω `to speak bombastically, to talk big' (Ar. a.o.) with - ασμός, - αστικός (Eust.); - όω `id.' (Phld.), - ώδης, - ός (sch.). Beside it στόμβος =- βαρύηχος, βαρύφθογγος (Hp. ap. Gal.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: To the varying form of the above words (see Schwyzer 333 a. 692) correpond an as varying content. For στέμβω a meaning `push violently, shake caeselessly' is fitting, also for ἀστεμ-φής `unshakeable' (diff., hardly correct, s. v.). From there `maltreat, revile, ridicule' in στέμβω, - άζω, στόβος, - έω? Unclear remain thus στόμφος, - αξ etc. -- An attractive connection seems possile with the Germ. deverbative OHG stampfōn, MLD stampen, OSw. stampa etc. ' stampfen, smash' with OHG stampf m. `instrument with which to struck etc.', PGm. * stamp- (IE * stomb-); s. WP. 2, 623f., Pok. 1011 ff., also W.-Hofmann s. temnō (to be kept away), but cf. on στέφω. -- The forms without nasalization show that the word is Pre-Greek (not in Furnée); further note the variation στόμφος - στόμβος.Page in Frisk: 2,788Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στέμβω
См. также в других словарях:
ετερομερής — ές (Α ἑτερομερής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο ανομοιομερής 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερομερή α) άνθη τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματα β) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε … Dictionary of Greek
Υρκανίς — ίδος, ἡ, Α φρ. «Ὑρκανὶς λίμνη» η Κασπία Θάλασσα (Στοβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑρκανία, βλ. λ. υρκανικός] … Dictionary of Greek
εμψυχία — ἐμψυχία, η (Α) η ιδιότητα τού έμψυχου, το να έχει κανείς ψυχή, ζωή, ζωηρότητα, ζωντάνια αρχ. το ψύχος, η ψυχρότητα ως κοσμικό στοιχείο αντίθετο τού θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῡ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», Στοβ. Ανθ.) … Dictionary of Greek
εναποστηρίζομαι — ἐναποστηρίζομαι (Α) 1. στηρίζομαι πάνω σε κάτι 2. μπήγομαι («Διογένης κισηροειδῆ τὸν ἥλιον εἰς ὅv ἀπὸ τοῡ αἰθέρος ἀκτῑνες ἐναποστηρίζονται», Στοβ.) … Dictionary of Greek
ευλαβητικός — ή, ό (ΑΜ εὐλαβητικός, ή, όν) [ευλαβής] νεοελλ. μσν. ευλαβικός, ευσεβής («για μια ευλαβητικότατη κυρία, οπού αύριο θα κάμει αρτοπλασία», Λασκαρ.) αρχ. προσεκτικός, προφυλακτικός, προνοητικός («ἕξιν εὐλαβητικὴν τῆς ἐν τοῑς συμβαλλομένοις ἀδικίας»,… … Dictionary of Greek
ζωόφυτος — και ζώφυτος ζωόφυτος και ζώφυτος, ον (Α) 1. αυτός που παρέχει ζωή στα φυτά, ζωογόνος, γονιμοποιός («ἡ γῆ ζώφυτος οὖσα», Πλούτ.) 2. αυτός που φυτρώνει από τη γη («τὰ ζώφυτα» τα φυτά, Στοβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φυτος (< φύομαι), πρβλ. έμ … Dictionary of Greek
κακοηθίζομαι — (Α) [κακοήθης] 1. ενεργώ ή πράττω με κακία, κακοηθεύομαι* 2. υποτιμώ, διαθάλλω, ονειδίζω («τοὺς κακοηθιζομένους τὴν φιλοσοφίαν», Στοβ.) … Dictionary of Greek
κατασχολώ — κατασχολῶ, έω (AM) μέσ. κατασχολοῡμαι ενδιαφέρομαι, καταγίνομαι, ασχολούμαι, σπουδάζω επιμελώς γύρω από κάτι («περί τινα τῶν ἐόντων κατασχολέονται», Περικτ. στον Στοβ.) αρχ. 1. απασχολώ με κάτι, στρέφω προς κάτι («περὶ τούτου τὴν διδασκαλίαν… … Dictionary of Greek
λαίμαργος — η, ο (AM λαίμαργος, ον, Μ θηλ. και η) αυτός που τρώει σε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα, άπληστος, αχόρταγος, αδηφάγος (α. «Ιδού χάσκει το λαίμαργον στόμα τυράννων», Κάλβ. β. «λαίμαργος δὲ μάλιστα τών ἰχθύων ἐστὶν ὁ κεστρεύς καὶ ἄπληστος», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
μαλάζω — και μαλάσσω (AM μαλάσσω, Α αττ. τ. μαλάττω) 1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι ή με μηχανή 2. (σχετικά με μέταλλο) καθιστώ επεξεργάσιμο, μαλακώνω («ὁ σίδηρος ἐν τῷ πυρὶ μαλασσόμενος αὖθις ὑπὸ ψυχροῡ πυκνοῡται», Πλούτ.) 3. καταπραΰνω,… … Dictionary of Greek
μετέκδυμα — μετέκδυμα, τὸ (Α) [μετεκδύομαι] μτφ. στον πληθ. τὰ μετεκδύματα α) ενδύματα τα οποία αλλάζει κάποιος το ένα μετά το άλλο β) αλλαγές τής ενδυμασίας («πολλά τύφου μετεκδύματα ὑπόκειται», Στοβ.) … Dictionary of Greek