Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στόβ-ος

См. также в других словарях:

  • ετερομερής — ές (Α ἑτερομερής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο ανομοιομερής 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερομερή α) άνθη τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματα β) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε …   Dictionary of Greek

  • Υρκανίς — ίδος, ἡ, Α φρ. «Ὑρκανὶς λίμνη» η Κασπία Θάλασσα (Στοβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑρκανία, βλ. λ. υρκανικός] …   Dictionary of Greek

  • εμψυχία — ἐμψυχία, η (Α) η ιδιότητα τού έμψυχου, το να έχει κανείς ψυχή, ζωή, ζωηρότητα, ζωντάνια αρχ. το ψύχος, η ψυχρότητα ως κοσμικό στοιχείο αντίθετο τού θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῡ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», Στοβ. Ανθ.) …   Dictionary of Greek

  • εναποστηρίζομαι — ἐναποστηρίζομαι (Α) 1. στηρίζομαι πάνω σε κάτι 2. μπήγομαι («Διογένης κισηροειδῆ τὸν ἥλιον εἰς ὅv ἀπὸ τοῡ αἰθέρος ἀκτῑνες ἐναποστηρίζονται», Στοβ.) …   Dictionary of Greek

  • ευλαβητικός — ή, ό (ΑΜ εὐλαβητικός, ή, όν) [ευλαβής] νεοελλ. μσν. ευλαβικός, ευσεβής («για μια ευλαβητικότατη κυρία, οπού αύριο θα κάμει αρτοπλασία», Λασκαρ.) αρχ. προσεκτικός, προφυλακτικός, προνοητικός («ἕξιν εὐλαβητικὴν τῆς ἐν τοῑς συμβαλλομένοις ἀδικίας»,… …   Dictionary of Greek

  • ζωόφυτος — και ζώφυτος ζωόφυτος και ζώφυτος, ον (Α) 1. αυτός που παρέχει ζωή στα φυτά, ζωογόνος, γονιμοποιός («ἡ γῆ ζώφυτος οὖσα», Πλούτ.) 2. αυτός που φυτρώνει από τη γη («τὰ ζώφυτα» τα φυτά, Στοβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φυτος (< φύομαι), πρβλ. έμ …   Dictionary of Greek

  • κακοηθίζομαι — (Α) [κακοήθης] 1. ενεργώ ή πράττω με κακία, κακοηθεύομαι* 2. υποτιμώ, διαθάλλω, ονειδίζω («τοὺς κακοηθιζομένους τὴν φιλοσοφίαν», Στοβ.) …   Dictionary of Greek

  • κατασχολώ — κατασχολῶ, έω (AM) μέσ. κατασχολοῡμαι ενδιαφέρομαι, καταγίνομαι, ασχολούμαι, σπουδάζω επιμελώς γύρω από κάτι («περί τινα τῶν ἐόντων κατασχολέονται», Περικτ. στον Στοβ.) αρχ. 1. απασχολώ με κάτι, στρέφω προς κάτι («περὶ τούτου τὴν διδασκαλίαν… …   Dictionary of Greek

  • λαίμαργος — η, ο (AM λαίμαργος, ον, Μ θηλ. και η) αυτός που τρώει σε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα, άπληστος, αχόρταγος, αδηφάγος (α. «Ιδού χάσκει το λαίμαργον στόμα τυράννων», Κάλβ. β. «λαίμαργος δὲ μάλιστα τών ἰχθύων ἐστὶν ὁ κεστρεύς καὶ ἄπληστος», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • μαλάζω — και μαλάσσω (AM μαλάσσω, Α αττ. τ. μαλάττω) 1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι ή με μηχανή 2. (σχετικά με μέταλλο) καθιστώ επεξεργάσιμο, μαλακώνω («ὁ σίδηρος ἐν τῷ πυρὶ μαλασσόμενος αὖθις ὑπὸ ψυχροῡ πυκνοῡται», Πλούτ.) 3. καταπραΰνω,… …   Dictionary of Greek

  • μετέκδυμα — μετέκδυμα, τὸ (Α) [μετεκδύομαι] μτφ. στον πληθ. τὰ μετεκδύματα α) ενδύματα τα οποία αλλάζει κάποιος το ένα μετά το άλλο β) αλλαγές τής ενδυμασίας («πολλά τύφου μετεκδύματα ὑπόκειται», Στοβ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»