Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

στωμύλλομαι

См. также в других словарях:

  • επιστωμύλλομαι — ἐπιστωμύλλομαι (Α) προσπαθώ να ξεπεράσω τους άλλους στα πειράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στωμύλλομαι «φλυαρώ» (< στωμύλος)] …   Dictionary of Greek

  • καταστωμύλλομαι — (Α) 1. φλυαρώ υπερβολικά, πολυλογώ 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστωμυλμένος, η, ον φλύαρος, πολυλογάς 3. (το ουδ. πληθ. τής μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ κατεστωμυλμένα πράγματα που έχουν επαναληφθεί φλύαρα πολλές φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • στωμυλεύομαι — ΜΑ [στωμύλος] στωμύλλομαι* …   Dictionary of Greek

  • στωμύλλω — Α (συν. το μέσ.) στωμύλλομαι 1. είμαι φλύαρος («ἀπολεῑς μ , ὦ γραῡ, στωμυλλομένη», Αριστοφ.) 2. (με καλή σημ.) συζητώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < *στωμύλ jω < στωμύλος*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»