-
1 κατα-στωμύλλομαι
κατα-στωμύλλομαι, med., geschwätzig sein, viel plaudern; ὦ κατεστωμυλμένε ἄνϑρωπε, du Schwätzer, Ar. Ran. 1160, Phryn. in B. A. 45 erkl. ὁ πολλῇ τῇ στωμυλίᾳ χρώμενος; vgl. Numen. bei Euseb. pr. ev. 730 a.
-
2 ἐπι-στωμύλλομαι
ἐπι-στωμύλλομαι, mit Einem im Spaßmachen wetteifern, τινί, Synes.
-
3 στωμύλλω
στωμύλλω, auch als dep. med. στωμύλλομαι, nur im praes., mundfertig oder geschwätzig sein, schwatzen, auch im mildern Sinne, losen, von angenehmer, einnehmender Gesprächigkeit; στωμύλλων, Ar. Nubb. 990; ἀλκυόνες, αἳ παρ' ἀενάοις ϑαλάσσης κύμασι στωμύλλετε, Ran. 1305; u. med., παῠσον δ' ἡμῶν τὰς ὑπονοίας τὰς περικόμψους, αἷς στωμυλλόμεϑ' εἰς ἀλλήλους, Pax 959; Th. 1073 Ran. 1069.
-
4 ἐπιστωμύλλομαι
-
5 καταστωμύλλομαι
κατα-στωμύλλομαι, geschwätzig sein, viel plaudern; ὦ κατεστωμυλμένε ἄνϑρωπε, du Schwätzer
См. также в других словарях:
επιστωμύλλομαι — ἐπιστωμύλλομαι (Α) προσπαθώ να ξεπεράσω τους άλλους στα πειράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στωμύλλομαι «φλυαρώ» (< στωμύλος)] … Dictionary of Greek
καταστωμύλλομαι — (Α) 1. φλυαρώ υπερβολικά, πολυλογώ 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστωμυλμένος, η, ον φλύαρος, πολυλογάς 3. (το ουδ. πληθ. τής μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ κατεστωμυλμένα πράγματα που έχουν επαναληφθεί φλύαρα πολλές φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
στωμυλεύομαι — ΜΑ [στωμύλος] στωμύλλομαι* … Dictionary of Greek
στωμύλλω — Α (συν. το μέσ.) στωμύλλομαι 1. είμαι φλύαρος («ἀπολεῑς μ , ὦ γραῡ, στωμυλλομένη», Αριστοφ.) 2. (με καλή σημ.) συζητώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < *στωμύλ jω < στωμύλος*] … Dictionary of Greek