-
1 στυπάζει
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυπάζει
-
2 στύγει
-
3 στύπος
Grammatical information: n.Meaning: `stick, shaft, stalk' (A. R., Nic., Plb.); cf. H.: στύπος στέλεχος, κορμός. καὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ τὸ σῶμα, καὶ τὸ κύτος (cod. κῆτος). καὶ ὁ ψόφος τῆς βροντῆς.Compounds: Note στυπογλύφος ξυλογλύφος. στύπος γὰρ ὁ στέλεχος ἤγουν τὸ πρέμνον.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: Phonetically and semant. comparable are some Germ. and Balt. words: OWNo. stūfr m. `stump, tree-stump', MLG stūve m. `stumpf, (Germ.) Zeugrest', Latv. stups `worn broom' a.o. (Fick 1,145; 3, 496f.); also Russ. stópka `wooden nail on the wall' (Vasmer s.v.)? One considers further Toch. A ṣtop, ṣtow `stick' (because of ο for u loan from B?; v. Windekens Orbis 11, 194 a. 13, 226). Further connection uncertain, but rather to the group of τύπτω ("what is cut off, hewn off") than to στύω a. cogn. -- The byform στύμος στέλεχος, κορμός H. has secondary μ (after κορμός?; acc. to Specht KZ 68, 126 old variation π στύπος μ). -- The variation π\/μ is typical for Pre-Greek words; Furnée 222 - 227 (and 204 - 227), e.g. σπαρ-άσιον - σμάρ-δικον.Page in Frisk: 2,813-814Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στύπος
См. также в других словарях:
στυπάζω — Α (κατά τον Ησύχ.) στυπάζει «βροντᾶ, ψοφεῑ, ὠθεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος (Ι). Για τη σημ. τού ρ. βλ. λ. στύπος (Ι)] … Dictionary of Greek
στύπος — (I) το, ΝΑ, και τ. γεν. ους και ασυναίρ. τ. εος, Α νεοελλ. 1. ευθυτενής κορμός δέντρου, που μοιάζει ως προς το σχήμα με στύλο ο οποίος έχει στην κορυφή του έναν μόνο θύσανο βλαστών, όπως ο κορμός τού φοίνικα ή δενδρόμορφων ειδών φτέρης 2. ναυτ.… … Dictionary of Greek
(s)teu-1 — (s)teu 1 English meaning: to push, hit Deutsche Übersetzung: ‘stoßen, schlagen” under likewise Note: with conservative extensions Material: A. (s)teu k : Gk. τύκος “hammer, chisel; Streitaxt”, τυκίζω “bearbeite Steine”, τυκάνη … Proto-Indo-European etymological dictionary