Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στυγάνωρ

См. также в других словарях:

  • στυγάνωρ — ορος, ό, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (για τις Αμαζόνες) αυτός που μισεί τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στυγ τών στυγῶ*, στυγνός, στυγερός + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. πειθ άνωρ] …   Dictionary of Greek

  • στυγάνορ' — στυγά̱νορα , στυγάνωρ hating the male sex masc/fem acc sg στυγά̱νορι , στυγάνωρ hating the male sex masc/fem dat sg στυγά̱νορε , στυγάνωρ hating the male sex masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγάνορα — στυγά̱νορα , στυγάνωρ hating the male sex masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»