-
1 στυγανωρ
См. также в других словарях:
στυγάνωρ — ορος, ό, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (για τις Αμαζόνες) αυτός που μισεί τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στυγ τών στυγῶ*, στυγνός, στυγερός + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. πειθ άνωρ] … Dictionary of Greek
στυγάνορ' — στυγά̱νορα , στυγάνωρ hating the male sex masc/fem acc sg στυγά̱νορι , στυγάνωρ hating the male sex masc/fem dat sg στυγά̱νορε , στυγάνωρ hating the male sex masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυγάνορα — στυγά̱νορα , στυγάνωρ hating the male sex masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)