Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

στρᾰτ-ηγός

  • 1 στρατηγος

        ὅ
        

    (Arph. тж. ἥ σ. = στρατηγίς II, 2)

        1) (тж. ἀνέρ σ.) (главно)командующий, полководец
        

    (τοῦ πεζοῦ Her.; τοῦ βασιλέως στρατεύματος Xen.)

        2) командующий сухопутными силами
        3) командующий пехотой
        

    (ὅ σ. καὴ ὅ ἵππαρχος Thuc.)

        4) правитель
        τί τοῦτ΄ αὖ φασὴ κήρυγμα θεῖναι τὸν στρατηγόν ; Soph. — что это еще за указ объявил, говорят, правитель (Фив)?

        5) ( в Афинах) стратег (коллегия из 10 стратегов, по одному от каждой филы, переизбиравшихся ежегодно, ведала всеми военными делами; в военное время одни из них командовали вооруженными силами, а остальные продолжали исполнять свои обязанности в Афинах) Thuc., Xen., Dem.
        6) стратег (член высшего совета союза греч. государств - Ахейского или Эолийского) Polyb.
        7) ( в Риме)
        

    (тж. σ. ὕπατος) консул Polyb., реже претор или претор по делам римских граждан (лат. praetor urbanus) Polyb.

        8) начальник или смотритель

    Древнегреческо-русский словарь > στρατηγος

См. также в других словарях:

  • aĝ- (*heĝ-) —     aĝ (*heĝ )     English meaning: to lead, *drive cattle     Deutsche Übersetzung: “treiben” (actually probably “mit geschwungenen Armen treiben”), ‘schwingen”, in Bewegung setzen, fũhren”     Grammatical information: originally limited to… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • θαλαμηγός — Σκάφη διαφόρων τύπων, από τους μικρούς ιστιοφόρους κέρκουρους έως τα πολυτελή ιστιοφόρα και ντιζελοκίνητα σκάφη ψυχαγωγίας. Συνηθέστερα ονομάζονται γιοτ, από την αγγλική ονομασία yαcht. Μια θ. με πανιά εφοδιάζεται συνήθως και με βοηθητική μηχανή …   Dictionary of Greek

  • θανατηγός — θανατηγός, όν (Α) (επίθ. τής Εκάτης) αυτή που επιφέρει τον θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + ηγός (< αγός < άγω, με λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. πλο ηγός, στρατ ηγός] …   Dictionary of Greek

  • ιππηγός — ἱππηγός, όν (Α) (για πλοία) αυτός που μεταφέρει ίππους, ο ιππαγωγός (« ρυμουλκούντων τὰς ἱππηγοὺς ναῡς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ηγός (< ἀγός < ἄγω), πρβλ. αρχ ηγός, στρατ ηγός. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • κοπρηγός — κοπρηγός, όν (Α) 1. πάπ. (για πλοίο) αυτό που μεταφέρει κόπρο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κοπρηγόν άμαξα, κάρο για μεταφορά κόπρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + ηγός (< ἄγω), πρβλ. αρχ ηγός, στρατ ηγός] …   Dictionary of Greek

  • κυνηγός — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Οικισμός (19 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Προυσού. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 361 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας.… …   Dictionary of Greek

  • σακκηγός — ὁ, Α μεταφορέας σάκων, σακάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + ηγός (< ἄγω), πρβλ. στρατ ηγός, χορ ηγός. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • λιθηγός — λιθηγός, ἡ (Α) (ενν. ναῡς) πλοίο που μετέφερε λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + ηγός (< ἄγω), πρβλ. στρατ ηγός] …   Dictionary of Greek

  • πλοηγός — ο, Ν 1. ναυτ. πλοίαρχος τού εμπορικού ναυτικού ο οποίος έχει διοριστεί, μετά από εξετάσεις, σε ένα λιμάνι για να εκτελεί την πλοήγηση τών πλοίων στο λιμάνι αυτό 2. βοηθητικό σύγγραμμα για τους ναυτιλλομένους, το οποίο ανανεώνεται περιοδικά, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • σωματηγός — ὁ, ἡ, Μ φρ. «σωματηγὸς ήμίονος» μουλάρι που χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο ως μεταφορικό μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + ηγός (< ἄγω), πρβλ. στρατ ηγός. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • υδατηγός — όν, Α (ποιητ. τ.) αυτός που αντλεί νερό («ἀνὴρ ὑδατηγός», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + ηγός (< ἄγω), πρβλ. στρατ ηγός. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»