-
1 στρατοφι
-
2 στρατος
ὅ (эп. gen. στρατόφι)1) войско, армия Hom., Her.σ. νηΐτης Thuc. — десантное войско, морская пехота
2) вооруженные силыσ. ναυβάτης или ναυτικός Aesch. — морские силы, флот
3) флотχιλιόναυς σ. Eur. — флот в тысячу кораблей
4) толпа, народ, тж. население Soph.Αἰγέως σ. Aesch. — народ Эгея, т.е. население Аттики
См. также в других словарях:
στρατόφι — στρατός army masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσειλώ — έω, και επικ. τ. προτιειλέω, Α 1. καταδιώκω, αναγκάζω κάποιον να τραπεί προς μια κατεύθυνση («αἰεὶ μὲν ἐπὶ νῆας ἀπὸ στρατόφι προτιειλεῑν» να τόν στρέψουμε από τον στρατό προς τα πλοία, Ομ. Ιλ.) 2. παθ. προσειλοῡμαι, έομαι περικλείομαι,… … Dictionary of Greek