Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

στρᾰτόφι

См. также в других словарях:

  • στρατόφι — στρατός army masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσειλώ — έω, και επικ. τ. προτιειλέω, Α 1. καταδιώκω, αναγκάζω κάποιον να τραπεί προς μια κατεύθυνση («αἰεὶ μὲν ἐπὶ νῆας ἀπὸ στρατόφι προτιειλεῑν» να τόν στρέψουμε από τον στρατό προς τα πλοία, Ομ. Ιλ.) 2. παθ. προσειλοῡμαι, έομαι περικλείομαι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»