-
1 χιλιοναυς
νεως adj. состоящий из тысячи кораблей(στρατός Eur.)
ὅ χ. Ἑλλάδος Ἄρης Eur. — Арей, приплывший из Греции на тысяче кораблей;ἐλάταις χιλιόναυσιν Eur. — на тысяче судов -
2 χιλιοναυτης
-
3 στρατεια
ион. στρᾰτηΐη ἥ1) военный поход, кампания(ἐπὴ Χαλκιδέας Her.; εἰς Ποτίδαιαν Plat.)
ἀπὸ στρατείας Aesch. — по возвращении из похода;ἐν στρατεία Xen. и ἐπὴ στρατείας Plat. — в походе, на войне2) pl. военная служба Plat., Plut.3) поэт. армия, войскоσ. διαλυθεῖσα Eur. — распущенное (по домам) войско
4) флот(χιλιόναυς σ. Eur.)
-
4 στρατος
ὅ (эп. gen. στρατόφι)1) войско, армия Hom., Her.σ. νηΐτης Thuc. — десантное войско, морская пехота
2) вооруженные силыσ. ναυβάτης или ναυτικός Aesch. — морские силы, флот
3) флотχιλιόναυς σ. Eur. — флот в тысячу кораблей
4) толпа, народ, тж. население Soph.Αἰγέως σ. Aesch. — народ Эгея, т.е. население Аттики
См. также в других словарях:
χιλιόναυς — χῑλιόναυς , χιλιόναυς of a thousand ships masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλιόναυς — εως, ὁ, ἡ, ΜΑ χιλιοναύτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ναῦς (πρβλ. μυριό ναυς)] … Dictionary of Greek
ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
χιλι(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό χίλιοι και δηλώνει ότι κάτι αποτελείται, περιλαμβάνει, περιέχει χίλιες φορές αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. χιλιο δύναμις, χιλιό πους) ή ότι κάτι… … Dictionary of Greek
χιλιοναύστολος — ον, Α χιλιοναύτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλιόναυς + στόλος] … Dictionary of Greek
χιλιοναύτης — και δωρ. τ. χιλιοναύτας, ὁ, Α [χιλιόναυς] (για στόλο) αυτός που αποτελείται από χίλια πολεμικά πλοία («στόλον Ἀργείων χιλιοναύτην τήσδ ἀπὸ χώρας ἧραν», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
χιλιόναυν — χῑλιόναυν , χιλιόναυς of a thousand ships masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλιόναυσιν — χῑλιόναυσιν , χιλιόναυς of a thousand ships masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)