-
1 στραβίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στραβίζω
-
2 στραβισμός
στρᾰβ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στραβισμός
-
3 στραβός
A squinting, Sor.1.31, Gal.19.141, Alex.Aphr.Pr. 1.124, Ostr.93 (ii A.D.), Stud.Pal.10.207 (vi A.D.); = luscus, Gloss.; rejected by Poll.2.51, Phryn.PS p.108 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στραβός
-
4 στραβότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στραβότης
-
5 στράβων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στράβων
-
6 στρεβλός
Grammatical information: adj.Meaning: `turned, twisted, crooked, cunning' (IA.)Derivatives: - ότης f. `crook, perversity' (Plu. a.o.). - όω, also w. δια-, κατα-, `to twist, to dislocate, to torture, to torment' (IA.) with - ωσις, - ωμα, - ωτήριος; also - ευμα n. (: *στρεβλεύω) `perversion' (Sm.). Also στρέβλη f. `winch, roll, screw', also as instrument of torture (A., Arist., Plb. etc.); formation as σμί-λη a.o., backformation from στρεβλόω or substant. of στρεβλός? -- A. With o-vowel: στρόβος m. `whirl' (A. Ag. 657, H.). From this 1. στρόβ-ῑλος m. `top, whirlwind, whirlpool, fir-cone etc.' (Att., hell. a. late; cf. ὅμ-ῖλος a.o.) with - ίλιον, - ιλίτης, - ιλέα, - ιλᾶς, - ιλεών, - ίλινος, - ιλώδης, - ιλίζω, - ιλόω (all late). 2. - ίλη f. `cone made of lint' (Hp.). 3. - εύς m. name of a fuller's instrument (sch.). 4. - εία f. `fullery?' (Delos IIIa). 5. στροβελός σοβαρός, τρυφερός; - ελόν σκολιόν, καμπύλον H. 6. στροβανίσκος τρίπους H. 7. στροβάζων συνεχῶς στρεφόμενος H. 8. στροβέω, somet. w. δια- a.o., `to turn around in circles, to move violently, to distract' (A., Ar., hell. a. late), prob. old deverbat. Here wit nasal infix στρόμβος m. `top' (Ξ 413), `whirlwind' (A. Pr. 1084), `snail-shell, snail etc.' (Arist., hell. poet.) with - ο-ειδής, - ώδης (Arist. a.o.), - εῖον, - ιλος, - ηδόν, - έω, - όω (rae a. late). -- B. With α-vowel (zero grade?): στραβός `squinting' (medic.), with - ων `id.' ( Com. Adesp.), also PN, - αξ PN, - ότης f. `squint' (Orib. a.o.), - ίζω `to squint' (H., EM) with - ισμός (Gal. a.o.). The orig. meaning still in στραβο-πόδης `with twisted feet' (Hdn.). Further στράβηλος m. f. `wild olive-tree' (Pherecr. in lyr.), name of a snail (S. Fr. 324, Arist. a.o.); στραβαλός ὁ στρογγυλίας καὶ τετράγωνος ἄνθρωπος. Άχαιοί H.; στραβεύς κωπεύς H. (Chantraine Étrennes Benveniste 17). On ἀστραβής s. v. -- C. On themselves stand some forms wit - οι-: στροῖβος δῖνος H. ( στροιβός δεινός cod.); Στροῖβος also Att. PN; πολύ-στροιβος `rich of whirls', of θάλασσα, Νεῖλος (Nic.), after πολύ-φλοισβος; from there the simplex στροῖβος etc.? Further στροι-βᾶν ἀντιστρέφειν, στροίβηλος ἔπαρμα πληγῆς ἐν κεφαλῃ̃H. Also with - ει- in Thess. Στρειβουνείοι (: *Στρείβων) ? s. Bechtel Dial. 1, 210. -- Lat. LW [loanword] strabus, strabō, strambus, also scriblĩta f. des. of a cake from *στρεβλίτης ( ἄρτος); s. W.-Hofmann s.v. and Leumann Sprache 1, 206f. (= Kl. Schr. 173).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: As so many words in - β- the above group as a whole has a popular-expressive character. The primary verb that belongs here has an aspirate, s. στρέφω. -- I don't think that the word has anything to do with στρέφω. The word is rather Pre-Greek (note the prenasalization in στóμβος; the suffix in στραβ-αλ-, στροβ-αν-; the suffix - ιλ- is frequent in Pre-Greek. The variation α\/ο\/οι is unknown to me. None of the words is discussed by Furnée.)Page in Frisk: 2,806-807Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στρεβλός
См. также в других словарях:
στραβ(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών λ. τής Νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. στραβός και δηλώνει είτε επισφαλή όραση είτε ότι το β’ συνθετικό είναι λοξό, στρεβλό ή ότι γίνεται με εσφαλμένο τρόπο. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) στραβακούω, στραβοβλέπω,… … Dictionary of Greek
επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… … Dictionary of Greek
κάρδακες — κάρδακες, οἱ (Α) οι ξένοι μισθοφόροι τού περσικού στρατού (α. «κάρδακες οἱ στρατευσάμενοι βάρβαροι ὐπὸ τῶν Περσῶν καὶ ἐν Ἀσίᾳ οὕτω καλοῡσι τοὺς στρατιώτας, οὐκ ἀπὸ ἔθνους ἤ τόπου, ἀλλ ὅτι πάντα τὸν ἀνδρεῑον ἤ κλῶπα λέγουσι κάρδακα», Ησύχ. β.… … Dictionary of Greek
κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
παραλλάσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραλλάττω Α, παραλλάζω Ν 1. τροποποιώ ελαφρά κάτι, επιφέρω μικρή αλλαγή σε κάτι («εἰς μίαν μόνον συλλαβὴν παραλλάξειαν», Αισχίν.) 2. παρουσιάζω μικρές διαφορές από κάτι άλλο παρόμοιο με μένα, ποικίλλω («μικρὸν παραλλάττοντας ταῑς… … Dictionary of Greek
παραπλέκω — ΜΑ 1. εμπλέκω ή ενυφαίνω («οἱ γναφέες... κείροντες τὰ ὑπερέχοντα καὶ παραπλέκοντες καλλίῳ ποιέουσι», Ιπποκρ.) 2. μτφ. παρεμβάλλω, παρεισάγω («ὅλη γε τῇ δραματουργία τοῡτο παραπέπλεκται», Στράβ.) αρχ. 1. συμπλέκω, συνθέτω («μύθους παραπλέκουσιν… … Dictionary of Greek
ποάζω — Α [πόα] 1. ξεριζώνω τα άχρηστα βότανα, βοτανίζω 2. (για έδαφος) καλύπτομαι με χλόη, με χορτάρι («καὶ τὸ ἔδαφος ποάζον δι ἔτους», Στράβ.) 3. (για θάλασσα) έχω πρασινωπή επιφάνεια («τὸ πέλαγος ποάζειν τε τὴν ἐπιφάνειαν διαφαινομένου τοῡ μνίου καὶ… … Dictionary of Greek
ποδοστράβη — ἡ, ΜΑ παγίδα για να πιάνονται τα θηράματα από τα πόδια (α. «ὥσπερ ἐν ποδοστράβῃ εἰλημμένον», Υπερ. β. «ποδοστράβας ἔλεγον μηχανήματά τινα ὑπὸ τῶν κυνηγετῶν κατασκευαζόμενα, εἰς ἅ τὰ θηρία ἐμβαίνοντα ἡλίσκετο», Φώτ.) || [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + … Dictionary of Greek
πομπεύω — ΝΑ [πομπή / πομπός] βρίζω με χυδαία σκώμματα, κοροϊδεύω, χλευάζω νεοελλ. 1. υποβάλλω σε διαπόμπευση, διαπομπεύω 2. διασύρω, εξευτελίζω δημόσια αρχ. 1. συνοδεύω κάποιον ως πομπός, τόν οδηγώ στον δρόμο του, προπομπεύω* 2. οδηγώ πομπή 3. προχωρώ σε… … Dictionary of Greek
προσεχής — ές, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτεχής, Α [προσέχω] (σχετικά με τον χρόνο) ο αμέσως επόμενος (α. «το προσεχές έτος», β. «την προσεχή εβδομάδα» γ. «κατά την προσεχή σύνοδο») μσν. αρχ. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά σε κάποιον, κοντινός (α. «προσεχεῑς τῷ… … Dictionary of Greek
σκιάδιο — το / σκιάδιον, ΝΜΑ, και σκιάδι Ν, και σκιάδειον ΜΑ [σκιά / σκιάς, άδος] 1. ομπρέλα, αλεξήλιο 2. πλατύγυρο καπέλο 3. βοτ. είδος βοτρυώδους ταξιανθίας νεοελλ. ζωολ. διαφανής ζελατινώδης δίσκος ή ομπρέλα, που αποτελεί το αποστρογγυλωμένο μέρος τού… … Dictionary of Greek