-
1 στραβός
-
2 στραβός
στραβόςsquinting: masc nom sg -
3 στραβός
στραβός, verdreht, bes. mit verdrehten Augen, schielend -
4 στραβός
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στραβός
-
5 στραβός
η, ό[ν]1) кривой; косой; кособокий; 2) неправильный, ошибочный, ложный;στραβή απόφαση — ошибочное решение;
3) слепой; кривой, одноглазый;§ στραβό σοκάκι — тупик;
στραβό κεφάλι — упрямый, своенравный человек, упрямая голова;
στραβή στράτα — окольный, обходный путь;
την ίσια στράτα δεν πατεί, μα τη στραβή γυρεύει — он не идёт прямым путём, а ищет окольных;
παίρνω το στραβό δρόμο — а) катиться по наклонной плоскости, пойти по плохой дороге (о человеке); — б) принимать скверный оборот (о делах);
πήρε ο στραβός κατήφορο — он бросился очертя голову;
κάνω (τα) στραβά μάτια — закрывать глаза, смотреть сквозь пальцы (на что-л.);
άνοιξε τα στραβά σου! — смотри внимательно!, открой глаза!;
στα στραβά — наобум, на авось
-
6 στραβός
[стравос] яг. кривой, косой, ошибочный, ложный, одноглазый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στραβός
-
7 στραβός
[стравос] яг. кривой, косой, ошибочный, ложный, одноглазый. -
8 στραβός
A squinting, Sor.1.31, Gal.19.141, Alex.Aphr.Pr. 1.124, Ostr.93 (ii A.D.), Stud.Pal.10.207 (vi A.D.); = luscus, Gloss.; rejected by Poll.2.51, Phryn.PS p.108 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στραβός
-
9 στραβός
koślawy przym. -
10 στραβός
1) crooked2) wryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στραβός
-
11 Στραβός βελόνα γύρευε μέσα στον αχερώνα
– Ψύλλους στ' άχυρα γυρεύω• Искать иголку в стоге сенаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Στραβός βελόνα γύρευε μέσα στον αχερώνα
-
12 παρά-στραβος
παρά-στραβος, seitwärts schielend, bei Eust. 206, 29 Erkl. von ἔπιλλος.
-
13 Ποιος στραβός δεν θέλει το φως του;
• Кто ж этого не хочет?Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ποιος στραβός δεν θέλει το φως του;
-
14 crooked
στραβός -
15 koślawy
στραβός -
16 στραβά
στραβόςsquinting: neut nom /voc /acc plστραβά̱, στραβόςsquinting: fem nom /voc /acc dualστραβά̱, στραβόςsquinting: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
17 στραβόν
στραβόςsquinting: masc acc sgστραβόςsquinting: neut nom /voc /acc sg -
18 στραβαί
στραβόςsquinting: fem nom /voc pl -
19 στραβοί
στραβόςsquinting: masc nom /voc pl -
20 στραβούς
στραβόςsquinting: masc acc pl
См. также в других словарях:
στραβός — squinting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… … Dictionary of Greek
στραβός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, στρεβλός: Τα πόδια της είναι στραβά. – Κρέμασε στραβά τον πίνακα. 2. τυφλός: Στραβός βελόνα γύρευε μέσα σε αχυρώνα (παροιμ.). 3. εσφαλμένος, όχι σωστός: Πήρε στραβό δρόμο. – Το είδε στραβά από την αρχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στραβά — στραβός squinting neut nom/voc/acc pl στραβά̱ , στραβός squinting fem nom/voc/acc dual στραβά̱ , στραβός squinting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβόν — στραβός squinting masc acc sg στραβός squinting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβαῖς — στραβός squinting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβαί — στραβός squinting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβοῖς — στραβός squinting masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβοί — στραβός squinting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβούς — στραβός squinting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβῷ — στραβός squinting masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)