-
1 στροβιλός
στροβῑλός, στροβιλόςwhirling: masc nom sg -
2 στρόβιλος
στρόβῑλος, στρόβιλοςround ball: masc nom sg -
3 στρόβιλος
A round ball, στρόβιλος ἀμφάκανθον εἱλίξας δέμας rolling its prickly body into a ball, of the hedgehog ([etym.] ἐχῖνος), Ion Trag.38.4; ὀστράκου ς. the ball of an egg-shell, i.e. a round egg-shell, Lyc.506, cf. 89.3 cyclone, whirlwind, Arist.Mu. 395a7, Epicur.Ep.2p.47U., Men.536.4 (metaph., Id.Sam. 210); τρικυμίαι καὶ ς. Luc.Tox.19, cf. Aristid.1.164J., Poll.4.159.6 later (Phryn.374, Gal.6.591, 15.848), = κῶνος, pine-cone, Thphr.HP3.9.1, POxy.1088.55 (i A.D.), 1211.6 (ii A.D.), etc.;κόκκοι στροβίλου IG14.966.12
([place name] Rome).7 fir, pine, PCair.Zen.157 (iii B.C.), Plu.2.648d.8 stone pine, Pinus Cembra, Dsc.1.69, Gp.11.11.1.9 winch, or perh. rotating shaft, POxy. 1704.11 (iii A.D.); τὸ μυλαῖον σὺν τῷ στροβίλλῳ (sic) PMerton 39.9 (v/vi A.D.).11 dub. sens. in PMag.Osl.1.339, BCH51.395. [[pron. full] ῑ regularly, as in ll.cc.; but [pron. full] ῐ in signf. 6, AP6.232 (Crin.(?), dub.).]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρόβιλος
-
4 στροβιλός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροβιλός
-
5 κῶνος
κῶνος, ου,1 masc., the fruit of the πεύκη, pine-cone, = στρόβιλος, Ps.-Hdt.Vit.Hom.20, Thphr.HP3.9.5, Theoc.5.49, Dsc.1.69, etc.; used in Orphic rites, Orph.Fr.31.29.2 edible seed of the πίτυς, Mnesith. ap. Ath.2.57b; πιτύϊνοι κ. Alex.Mynd.ibid., cf. IG22.1013.19, OGI629.163 (Palmyra, ii A.D.).3 fem., pine tree, Pl. Epigr.25 (prob.), Plu.2.640c.II from like ness of shape,1 cone, Democr.155, Arist.Mete. 362b2, etc.; γραμμαὶ κατὰ κῶνον ἐκπίπτουσαι so as to form a cone, ib. 375b22, cf. 345b6; ὀρθογωνίου, ὀξυγωνίου, ἀμβλυγωνίου κώνου τομά, names for parabola, ellipse, and hyperbola, Archim.Con.Sph.Praef.b ὁ κ. τῆς γῆς conical shadow of the earth, Simp.in de An.133.5, cf. Phlp.in de An.348.27;τῆς νυκτὸς ὁ κ. εἰς ὀξὺ λήγει Dam.Pr. 213
.c ὁ τῆς ὄψεως κ. cone of vision, Gal.7.95, cf. Phlp.in de An.333.27 (pl.).3 = στρόβιλος, spinning top, Hsch.4 iron pole round which grain is piled in conical shape, PGrenf.2.17.3 (ii B.C.), Gal.19.76.5 στέφανος χρυσοῦς ἐπὶ κώνου δάφνης dub. sens. in Inscr.Délos 442 B56 (ii B.C.).III as place-name. πρὸς τῷ ἀνδροφόνῳ κώνῳ dub. sens. in IG3.61 A ii 15 (ii A.D.). -
6 στροβίλοις
στροβί̱λοις, στρόβιλοςround ball: masc dat pl -
7 στροβίλου
στροβί̱λου, στρόβιλοςround ball: masc gen sgστροβιλόωturn about: pres imperat act 2nd sgστροβιλόωturn about: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
8 στροβίλους
στροβί̱λους, στρόβιλοςround ball: masc acc plστροβιλόωturn about: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
9 στροβίλω
-
10 στροβίλῳ
-
11 στροβίλων
στροβί̱λων, στρόβιλοςround ball: masc gen plστροβιλόωturn about: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)στροβιλόωturn about: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
12 στρόβιλε
στρόβῑλε, στρόβιλοςround ball: masc voc sg -
13 στρόβιλοι
στρόβῑλοι, στρόβιλοςround ball: masc nom /voc pl -
14 στρόβιλον
στρόβῑλον, στρόβιλοςround ball: masc acc sg -
15 γροῦμος
γροῦμος· στρόβιλος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γροῦμος
-
16 κόκκαλος
κόκκᾰλος, ὁ,A kernel of the στρόβιλος, Hp.Acut.(Sp.) 30, 34; = κῶνος, Gal.15.848, cf. 12.55; coupled with ὀστρακίς, Ath.3.126a; = Κνίδιος κόκκος, Dsc. ap. Gal.19.113.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόκκαλος
-
17 στροβιλέα
στροβῑλ-έα, ἡ,=Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροβιλέα
-
18 στροβιλεών
A ), Lat. pinetum, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροβιλεών
-
19 στροβίλιον
A , small pine-cone, Dsc.Eup.2.112, Sor.1.123, PLit.Lond. 171 (iii A.D.);σ. μεγάλα POxy.1142.6
(iii A.D.).2 cone-shaped ear-ring, Com.Adesp.1154.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροβίλιον
-
20 στροβιλοειδής
στροβῑλ-οειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροβιλοειδής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στρόβιλος — Κινητήρια μηχανή εφοδιασμένη μ’ ένα περιστρεφόμενο μέρος, το στροφέα, ο οποίος κινείται από την ενέργεια ενός ρευστού. Ανάλογα με τη φύση του ρευστού αυτού διακρίνουμε τους σ. σε υδροστρόβιλους, αεριοστρόβιλους και ατμοστρόβιλους. Υδροστρόβιλος.… … Dictionary of Greek
στροβιλός — Κινητήρια μηχανή εφοδιασμένη μ’ ένα περιστρεφόμενο μέρος, το στροφέα, ο οποίος κινείται από την ενέργεια ενός ρευστού. Ανάλογα με τη φύση του ρευστού αυτού διακρίνουμε τους σ. σε υδροστρόβιλους, αεριοστρόβιλους και ατμοστρόβιλους. Υδροστρόβιλος.… … Dictionary of Greek
στροβιλός — στροβῑλός , στροβιλός whirling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόβιλος — στρόβῑλος , στρόβιλος round ball masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόβιλος — ο 1. άξονας κυλινδρικός που στρέφεται με την επενέργεια ατμού, νερού ή κάποιας άλλης δύναμης. 2. σβούρα. 3. κουκουνάρι. 4. περιστροφή, δίνη ανέμου ή νερού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεριοστρόβιλος — Στρόβιλος που εκμεταλλεύεται την εκτόνωση αερίων παραγομένων από τις εκρήξεις μείγματος αέρα και καυσίμων σε ειδικούς θαλάμους. * * * ο (Μηχανολ.) θερμική μηχανή που μετατρέπει την ενέργεια τού καυσίμου σε μηχανικό έργο χρησιμοποιώντας ως… … Dictionary of Greek
τουρμπίνα — (από τη λατινική λέξη turbo = αντικείμενο που έχει τεθεί σε κυκλική κίνηση). Η τ. (στρόβιλος) είναι κινητήρας με πτερύγια (ή με σκαφίδια) που μετατρέπει την ενέργεια του ρεύματος νερού ή αερίου σε ωφέλιμο έργο. Ο απλούστερος τύπος τ. αποτελείται… … Dictionary of Greek
υδατοστρόβιλος — ο, Ν 1. στρόβιλος, δίνη νερού 2. μηχανικός στρόβιλος που κινείται με τη δύναμη νερού, υδροστρόβιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ύδατος + στρόβιλος] … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
στροβιλώ — (I) έω, Α [στρόβιλος] πιθ. στροβιλίζω, περιστρέφω. (II) όω, Α [στρόβιλος] κινώ κυκλικά και με ταχύτητα, περιστρέφω («στροβιλῶ τὴν γλῶσσαν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek