Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

στρώνω

  • 1 στρώνω

    1. μετ.
    1) стлать, стелить (тж. перен.); расстилать; застилать;

    στρώνω τό χαλί — стелить ковёр;

    στρώνω τό κρεβάτι (τό τραπεζομάντηλο) — стелить постель (скатерть);

    τόστρωσε το χιόνι снег лёг ровным ковром;
    2) настилать; мостить; выстилать;

    στρώνω τό δρόμο — а) мостить улицу или дорогу; — б) подготовить почву (кому-л.), проложить путь (кому-л.);

    στρών την αυλή με πλάκες — выстилать плитами двор;

    στρώνω τό δρόμο με άνθη — устилать дорогу цветами;

    3) приводить в порядок, убирать (комнату, дом);
    4) исправлять, налаживать; устранять недостатки, дефекты, дурные привычки;

    § στρώνω (τό) τραπέζι — накрывать на стол;

    τό στρώνω στο τραγούδι — увлекаться пением;

    τό στρών στο φαί — налегать на еду;

    τό στρώνω στο πιοτό — пьянствовать, выпивать;

    στρώνω στη δουλειά κάποιον — заставлять кого-л. работать;

    στρώνω κάποιον στο ξύλο — сильно избивать кого-л.;

    κατά πού (или όπως) στρώσεις, θα κοιμηθείς посл. как постелешь, так и поспишь; что посеешь, то и пожнёшь;
    2. αμετ. 1) сидеть (об одежде);

    τό φόρεμα στρώνει τώρα καλά — теперь платье сидит хорошо;

    , 2) исправляться, налаживаться; освобождаться от недостатков, дефектов, дурных привычек;
    εστρωσε η μηχανή машина работает исправно; εστρωσε η δουλειά дела пошли на лад;

    στρώνουν τα πράγματα — положение улучшается;

    έστρωσε ο καιρός погода улучшилась;
    3) привыкать; με τον καιρό θα στρώσει со временем привыкнет;

    στρώνομαι

    1) — ложиться, укладываться;

    στρώνομαι κατά γης — лечь на землю;

    постлать себе на земле;
    2) налегать, проявлять усердие; пристраститься;

    στρώνομαι στη δουλειά — налечь на работу;

    усердно приняться за работу;

    στρώνομαι στο παιγνίδι — увлечься игрой;

    3) располагаться бесцеремонно;
    ήρθε και μού στρώθηκε στο σπίτι он пришёл и бесцеремонно расположился в моём доме

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στρώνω

  • 2 στρώνω

    [строно]р. (μτβ.) стлать, застилать, стелить, застилать, мостить, вымащивать (пол),

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στρώνω

  • 3 στρώνω

    [строно] ρ (μτβ) стлать, застилать, стелить, застилать, мостить, вымащивать (пол).

    Эллино-русский словарь > στρώνω

  • 4 κουβέντα

    η разговор, беседа;

    § στρογγυλές κουβέντες — разговор начистоту, без обиняков;

    στρωτή κουβέντα — плавная речь, беседа;

    αλλάζω κουβέντα — переводить разговор на другое, менять тему разговора;

    λέ(γ)ω παχιές κουβέντες — а) давать пустые обещания; — б) пустословить;

    ανοίγω ( — или πιάνω την) κουβέντα — или τό στρώνω στην κουβέντα — заводить разговор;

    ξεχάστηκαν πιάνοντας κουβέντα — а) они разговорились; — б) они заговорились;

    δεν εβγαλε κουβέντα — он не проронил ни слова;

    ήρθε η κουβέντα — или τώφερε η κουβέντα — зашла речь о...;

    με μιά κουβέντα — достаточно одного только слова;

    χωρίς περιττές κουβέντες — без лишних разговоров;

    ψιλή κουβέντ — длительный, долгий разговор

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κουβέντα

  • 5 κρεβ(β)άτι

    το кровать, койка; постель;

    τό κρεβ(β)άτι εκστρατείας — походная кровать;

    στρώνω (σηκώνω) το κρεβ(β)άτι — стелить (убирать) постель;

    § είμαι στο κρεβ(β)άτι — лежать в постели, быть больным;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κρεβ(β)άτι

  • 6 κρεβ(β)άτι

    το кровать, койка; постель;

    τό κρεβ(β)άτι εκστρατείας — походная кровать;

    στρώνω (σηκώνω) το κρεβ(β)άτι — стелить (убирать) постель;

    § είμαι στο κρεβ(β)άτι — лежать в постели, быть больным;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κρεβ(β)άτι

  • 7 μπρος

    1. επίρρ.
    1) вперёд; впереди;

    ποιός είναι μπρος; — кто впереди?;

    στέκομαι μπρος — стать впереди;

    2) вперёд, раньше, заранее;

    παίρνω το μισθό μπρος — брать плату, деньги вперёд;

    3) давай, пошевеливайся!, (вперёд) марш! (команда);

    μπρος από δώ! — марш отсюда!;

    μπρος σήκω! — давай вставай!;

    § βάζω μπρος — а) пускать в ход, запускать; — давать ход (чему-л.), начинать (что-л.);

    βάζω μπρος τη μηχανή — запускать машину;

    βάζω μπρος την υπόθεση — давать ход делу;

    πήρε μπρος η μηχανή — машина заработала;

    τό ρολόϊ πάει μπρος — часы идут вперёд, часы спешат;

    βάλε μπρος το αυτοκίνητο — а) подай вперёд машину; — б) поехали!;

    βάλαμε μπρος τα γλυκά — мы начали расправляться со сладостями;

    έβαλε μπρος το καινούργιο επανωφόρι — он пустил на каждый день своё новое пальто;

    στρώνω κάποιον μπρος — отчитывать, распекать кого-л., делать втык кому-л. (разг);

    πηγαίνω ( — или τραβάω) μπρος — продвигаться вперёд;

    πάει μπρος η δουλειά — дело продвигается, работа идёт;

    μπρος βαθύ ( — или γκρεμός — или φωαά) και πίσω ρέμα — погов, ни туда, ни сюда; — некуда податься;

    2. πρόθ.
    1) перед (кем-чем-л.), раньше (кого-чего-л.);

    από μπρος — спереди;

    μπρος σε — или μπρος από — перед;

    μπρος στο σπίτι — перед домом;

    ήλθε μπρος από τούς άλλους — он пришёл раньше других;

    2):

    μπρος σε — сравнительно, по сравнению;

    μπρος στον άλλο αδελφό του δεν αξίζει τίποτε — он ничто по сравнению со своим братом;

    3) перед, при, в присутствии;

    μπρος σε μάρτυρες — при свидетелях

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μπρος

  • 8 σοφράς

    ο низкий круглый стол (за которым обедают, сидя на полу);

    στρώνω το σοφρά — накрывать на стол; — угощать обедом;

    σηκώνω το σοφρά — убирать со стола

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σοφράς

  • 9 στρώμα

    τό
    1) слой, пласт;

    στρώμα άμμου — слой песка;

    στρώμα χρώματος ( — или μπογιάς) — слой краски;

    στρώμα από φύλλα — слой листьев;

    2) перен. слой, прослойка;
    κοινωνικά στρώματα общественные слои; τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα низы, беднейшие слой общества; 3) матрас, тюфяк; 4) постель;

    στρώνω το στρώμα — стелить постель;

    5) тех прокладка;

    § είμαι στο στρώμα — быть больным, лежать в постели

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στρώμα

  • 10 τραπέζι

    τό
    1) (обеденный) стол;

    κάθομαι στο τραπέζι — сидеть за столом; — садиться за стол;

    στρώνω το τραπέζι — накрывать (на) стол;

    σηκώνω το τραπέζι — убирать со стола;

    2) обед;

    κάνω το τραπέζιугостить обедом (кого-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τραπέζι

См. также в других словарях:

  • στρώνω — στρώνω, έστρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

  • στρώνω — έστρωσα, στρώθηκα, στρωμένος 1. μτβ., καλύπτω επιφάνεια: Έστρωσε το κρεβάτι με καθαρά σεντόνια. – Όλα ήταν στρωμένα με χιόνι. 2. αμτβ., έχω καλή εφαρμογή: Έστρωσε καλά πάνω σου το φόρεμα. 3. πάω κανονικά, προσαρμόζομαι: Με τον καιρό θα στρωθεί η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβακοστρώνω — στρώνω, καλύπτω το έδαφος με αβακοειδείς πλάκες, πλακοστρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άβακας + στρώνω. ΠΑΡ. αβακοστρώστης] …   Dictionary of Greek

  • ανθοστρώνω — στρώνω με άνθη, ραίνω με άφθονα άνθη …   Dictionary of Greek

  • ξαναστρώνω — στρώνω πάλι …   Dictionary of Greek

  • συστρώννυμι — και συνστρώννυμι ΜΑ, και συστορέννυμι και συστορνύω Α 1. απλώνω, στρώνω μαζί («συνέστρωσε πάντα», Αριστε.) 2. (κατ επέκτ.) εξομαλύνω («ἐς ὁμαλότητά τινα καὶ ἀκινησίαν ἅπαντα συνέστρωντο», Ευνάπ.) αρχ. στρώνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν* +… …   Dictionary of Greek

  • υποστρώνω — ὑποστρώννυμι ΝΜΑ, και ὑποστρωννύω ΜΑ, και ὑποστορέννυμι και ὑποοτόρνυμι Α [στρώνω] στρώνω αποκάτω αρχ. 1. (ιδίως) στρώνω το κρεβάτι κάποιου 3. (στον παθ. παρακμ.) ὑπέστρωμαι μτφ. υπόκειμαι σε κάποιον ή σε κάτι 4. φρ. α) «λέκτρα ὑποστρώννυμι τινι» …   Dictionary of Greek

  • διαστρώνω — (Μ), διαστρώννυμι (Α) [στρώνω, στρώννυμι] μσν. σκεπάζομαι σαν με στρώμα («ἄνθη ναρκίσσων κόκκινα, τὰ δένδρα διαστρωμένα») αρχ. 1. στρώνω κρεβάτι 2. καταγράφω σε κτηματολόγιο …   Dictionary of Greek

  • επιστρώνω — (Μ ἐπιστρώνω Α ἐπιστρώννυμι και ἐπιστρωννύω) [στρώνω] 1. στρώνω, απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο ή σε μια επιφάνεια 2. σαμαρώνω …   Dictionary of Greek

  • καλοστρώνω — 1. στρώνω, απλώνω, διασπείρω κάτι με επιμέλεια 2. καλύπτω κάτι εντελώς 3. στρώνω κάτι άφθονα, σε παχύ στρώμα («τό καλόστρωσε το χιόνι») 4. διευθετώ, ετοιμάζω κάτι στην εντέλεια («καλόστρωσε το τραπέζι») 5. εφαρμόζω καλά, ταιριάζω («δεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»