Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

στρώμα

  • 1 στρωμα

         στρῶμα
        - ατος τό
        1) подстилка, постель Arph., Arst., Dem., Luc.
        2) покрывало, ковер Arph., Arst., Plat.
        3) попона, чапрак Xen.
        4) скатерть Arph.

    Древнегреческо-русский словарь > στρωμα

  • 2 στρώμα

    τό
    1) слой, пласт;

    στρώμα άμμου — слой песка;

    στρώμα χρώματος ( — или μπογιάς) — слой краски;

    στρώμα από φύλλα — слой листьев;

    2) перен. слой, прослойка;
    κοινωνικά στρώματα общественные слои; τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα низы, беднейшие слой общества; 3) матрас, тюфяк; 4) постель;

    στρώνω το στρώμα — стелить постель;

    5) тех прокладка;

    § είμαι στο στρώμα — быть больным, лежать в постели

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στρώμα

  • 3 στρώμα

    [строма] ουσ ο слой, пласт, прослойка, матрац, ложе, постель.

    Эллино-русский словарь > στρώμα

  • 4 καταστρωμα

    Древнегреческо-русский словарь > καταστρωμα

  • 5 περιστρωμα

        - ατος τό покрывало Diog.L.

    Древнегреческо-русский словарь > περιστρωμα

  • 6 υποστρωμα

        - ατος τό подстилка

    Древнегреческо-русский словарь > υποστρωμα

  • 7 ανώτερος

    η, ο [α, ον]
    1) верхний;

    ανώτερο στρώμα — верхний слой;

    2) больший;

    ανώτερο μήκος — большая длина;

    3) лучший, превосходный;

    ανώτερη ποιότητα — высокое качество;

    4) стоящий выше, старший (по положению и т. п.);

    ανώτεροι αξιωματικοί — старшие офицеры;

    ανώτερο δικαστήριο — суд более высокой инстанции;

    § ανώτερος άνθρωπος — благородный человек;

    λόγω ανωτέρας βίας вынужденно, по необходимости; по уважительной причине;

    ανώτερος πάσης υποψίας — быть выше подозрения;

    καί εις ( — или καί σ·) ανώτερα — желаю тебе ещё больших успехов работе)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανώτερος

  • 8 βρέχω

    (αόρ. έβρεξα, παθ. αόρ. βράχηκα и εβράχην) μετ.
    1) мочить, смачивать; увлажнять; 2) поливать (улицу); брызгать (бельё и т. п.); 3) пропитывать; промачивать; έβρεξα τα πόδια μου я промочил ноги; 4) окунать, погружать; 5) απρόσ. идёт дождь; 6) перен. разг выпить; (в)спрыснуть, обмыть (что-л.); να τα βρέξουμε давайте выпьем по этому случаю;

    § βρέχω τον λάρυγγα μου — промочить горло;

    βρέχω τό στρώμα μου — мочиться в постели (о младенцах);

    τού τίς έβρεξα я его избил;

    αυτός όμως αλλού ( — или πέρα) βρέχει ≈ — а) ему как об стенку горох; — б) он остался глух к моей просьбе; — аχω κάποιον μη στάξει και μη βρέξει — носить кого-л. на руках; — каждую пылинку сдувать с кого-л.;

    ό, τι βρέξει ας κατεβάσει будь, что будет;
    βρέξε θεέ μου κάστανα και ρίξε καρυδάκια! держи карман шире!; βρέξε κώλο (или πόδια), φάε (или να φας) ψάρι или αν δεν βρέξεις κώλο δεν τρως ψάρι посл. ≈ без труда не вытащить и рыбку из пруда;

    βρέχομαι

    1) — промокать;

    βράχηκα ως το κόκκαλο я промок до костей;
    2) мочиться;

    § ούτε βρέχεται, ούτε λιάζεται — погов, он себе и ухом не ведёт

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βρέχω

  • 9 λεπτός

    η, ό[ν]
    1) тонкий, не толстый;

    λεπτόν ΰφασμα — тонкая ткань;

    λεπτός λαιμός — тонкая шея;

    λεπτή μέση — тонкая талия;

    λεπτά δάκτυλα — тонкие пальцы;

    λεπτό το σώμα — тонкое, стройное тело;

    λεπτό στρώμα — тонкий слой;

    λεπτή ζάχαρη — мелкий сахар;

    2) перен. тонкий, изысканный, утончённый; изощрённый;

    λεπτа χαρακτηριστικά — тонкие черты (лица);

    λεπτή μυρωδιά — тонкий запах;

    λεπτό άρωμα — тонкий аромат;

    λεπτή γεύση — нежный (на) вкус (о продукте);

    λεπτή όσφρηση — тонкое обоняние;

    λεπτο γούστο — хороший, тонкий вкус;

    λεπτ υπαινιγμός — тонкий намёк;

    λεπτή ειρωνεία — тонкая насмешка;

    λεπτό χιούμορ (πνεύμα) — тонкий юмор (ум);

    λεπτή δουλειά — тонкая работа;

    λεπτό πράγμα — изящная вещь;

    λεπτές διαφορές — тонкие различия;

    3) нежный, хрупкий, слабый;

    λεπτόν άνθος — нежный цветок;

    λεπτό ποτήρι — хрупкий стакан;

    λεπτο παιδί — хрупкий, слабый ребёнок;

    λεπτο στομάχι — нежный желудок;

    4) тонкий, нежный; сладкозвучный;

    λεπτή φωνή — тонкий или нежный голос;

    5) тактичный, деликатный;

    λεπτός ανθρωπος — деликатный человек;

    άνθρωπος λεπτός στούς τρόπους — человек с тонкими манерами;

    6) тощий, неплодородный (о земле);

    § λεπτό ζήτημα — деликатный вопрос;

    λεπτόν έντερον анат.тонкая кишка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λεπτός

  • 10 μαλακός

    η, ό[ν] 1. в разн. знач мягкий;

    μαλακό στρώμα — мягкая постель;

    μαλακό ψωμί — мягкий хлеб;

    μαλακός χαρακτήρας — мягкий характер;

    μαλακή προσεδάφιση — мягкая посадка;

    μαλακός καιρός — мягкая погода;

    μαλακός χειμώνας — мягкая зима;

    μαλακον ΰδωρ — мягкая вода;

    λέγω με μαλακό τρόπο — сказать в мягкой форме;

    2.:

    τα μαλακά — нижняя часть живота;

    § έπεσα στα μαλακά — дёшево отделаться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μαλακός

  • 11 πετρελαιοφόρος

    ος, ο[ν] 1. нефтеносный, содержащий нефть;

    πετρελαιοφόρο στρώμα — нефтяной пласт;

    2. (τό):

    πετρελαιοφόρο (πλοίο) — нефтеналивное судно, танкер

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πετρελαιοφόρος

  • 12 σηκώνω

    μκτ.
    1) поднимать; держать (груз и т. п.);

    σηκώνω (ο)λίγο — приподнимать;

    σηκώνω τα χέρια ψηλά — поднимать руки вверх;

    σηκώνω τον γιακά — поднимать воротник;

    σηκών άγκυρα (πανιά) — поднимать якорь (паруса);

    σηκώνω τό ποτήρι — поднимать бокал;

    σήκωνα μιαν ώρα το παιδί целый час держал ребёнка на руках;

    σηκώνω σκόνη — поднимать пыль;

    2) строить, воздвигать, возводить;
    σήκωσε ένα τοίχο τρία μέτρα он построил стену высотой в три метра; 3) надстраивать; 4) подбирать (платье); засучивать (рукава); 5) перен. поднимать, вызывать, производить (шум и т. п.); 6) перен. поднимать, будить; 7) поднимать, повышать;

    σηκών τη φωνή — повышать голос;

    8) перен. поднимать против (кого-л.);
    9) перен. выносить, выдерживать, терпеть;

    σηκώνω αστεία — сносить шутки, насмешки;

    10) брать (деньги, ссуду из банка);
    одалживать (деньги); занимать;

    § σηκώνω χέρι σε κάποιον — поднимать на кого-л. руку; — замахиваться на кого-л.;

    σηκώνω κεφάλι — поднимать голову; — осмелеть; — выступать против;

    σηκώνω τό ανάστημα μου — подниматься во весь рост, распрямляться;

    σηκώνω στο πόδι — поднимать на ноги;

    σηκώνω τα όπλα εναντίον κάποιου — поднимать оружие против кого-л.;

    σηκώνω τα μυαλά κάποιου — сводить кого-л. с ума;

    σηκώνω τό στρώμα — убирать постель;

    σηκώνω τό τραπέζι — убирать со стола;

    σηκώνω τούς ώμους μου — пожимать плечами;

    δε σηκώνει κεφάλι από το βιβλίο — он головы от книги не поднимает, он усердно занимается;

    δεν με σηκώνει το κλίμα εδώ — здешний климат мне не подходит;

    όσα σηκώνει ο νούς — сколько можно вообразить себе;

    ο σιναπισμός σήκωσε горчичник вызвал ожог;
    στις πέντε ακριβώς θα σηκώσουν το νεκρό вынос тела ровно в пять;

    τό κρασί σηκώνει νερό — вино можно разбавить водой;

    σηκώνει ακόμα αλεύρι — можно добавить ещё муки;

    δεν θα σηκώσω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι я даже пальцем не пошевелю;

    σηκώνομαι

    1) — подниматься, вставать;

    2) подниматься (после болезни), поправляться, выздоравливать;
    3) подниматься, возникать (о ветре, буре, шуме); § αυτός είναι σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε он готов выполнить любой приказ

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σηκώνω

  • 13 στρώση

    η
    1) см. στρώσιμο; 2) см. στρώμα 3; 3) большой ковёр; 4) покрывало (для кровати); 5) покрытие (материал)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στρώση

См. также в других словарях:

  • στρῶμα — anything spread neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρώμα — το / στρῶμα, ΝΜΑ καθετί που στρώνεται πάνω σε κρεβάτι ή απευθείας σε δάπεδο και χρησιμεύει για κατάκλιση και ύπνο επάνω του, ιδίως ο επίπεδος ορθογώνιος σάκος από ανθεκτικό ύφασμα που είναι γεμάτος από μαλακό υλικό, όπως λ.χ. μαλλί, βαμβάκι ή… …   Dictionary of Greek

  • στρώμα — το 1.ό,τι καλύπτει μια επιφάνεια: Στρώμα σκόνης σκέπασε τα πάντα. 2. αυτό που τοποθετείται στο κρεβάτι για να γίνει μαλακό: Κοιμόταν σε μαλακό στρώμα. 3. ζώνη της ατμόσφαιρας ή της στερεής μάζας της Γης: Στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τάπητας — Στρώμα κυττάρων στα σποριάγγεια των περισσότερων ανώτερων φυτών. Είναι πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες. Προκύπτει από το αρχεσπόριο ή είναι εσωτερικό στρώμα του τοιχώματος του σποριάγγειου ή του μικροσποριάγγειου. Οι ουσίες των κυττάρων του τ.… …   Dictionary of Greek

  • ασθενόσφαιρα — Στρώμα της Γης που βρίσκεται σε βάθος μεταξύ 75 και 250 χιλιομέτρων και, σύμφωνα με τα αποτελέσματα σεισμολογικών ερευνών, βρίσκεται σε κατάσταση μερικής τήξης. Πάνω στην α. θεωρείται ότι ολισθαίνει η λιθόσφαιρα, δηλαδή το στρώμα που περιλαμβάνει …   Dictionary of Greek

  • στρῶμ' — στρῶμα , στρῶμα anything spread neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζελατινώδες περίβλημα — Στρώμα αποτελούμενο από γλυκοπρωτεΐνες και θειούχους πολυσακχαρίτες, που περιβάλλει το ωάριο πολλών οργανισμών. Χρησιμεύει για την προσέλκυση και την ενεργοποίηση των σπερματοζωαρίων. Συγκεκριμένα, μία γλυκοπρωτεΐνη του ζ.π. συνδέεται με το… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… …   Dictionary of Greek

  • γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… …   Dictionary of Greek

  • στιβάδα — η / στιβάς, άδος, ΝΑ νεοελλ. 1. σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συναποτελούν συμπυκνωμένο στρώμα (α. «στιβάδα χιονιού» β. «στιβάδα κυττάρων») 2. ανατ. ιστός συνυφασμένος από διάφορα οργανικά στοιχεία, που αποτελεί ενιαίο στρώμα (α. «κοκκώδης… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»