Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὑπόστρωμα

См. также в других словарях:

  • ὑπόστρωμα — that which is spread under neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόστρωμα — το / ὑπόστρωμα, ώματος, ΝΜΑ [ὑποστρώννυμι] 1. καθετί που στρώνεται από κάτω 2. υπόσαγμα («τὰ ὑποστρώματα τοῡ ἵππου ἐκφέρειν», Ξεν.) νεοελλ. 1. το υπέδαφος 2. ναυτ. κατάστρωμα σε όλο το μήκος τού πλοίου, το οποίο βρίσκεται ακριβώς κάτω από το… …   Dictionary of Greek

  • υπόστρωμα — το, ατος 1. καθετί που στρώνεται αποκάτω, το στρώμα, το στρωσίδι. 2. χοντρό μάλλινο ύφασμα που μπαίνει κάτω από σαμάρι ή σέλα στη ράχη ζώου. 3. το υπέδαφος (βλ. λ.). 4. το κατώτερο μέρος του πλοίου, το υπόφραγμα, κο(υ)ραδούρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποστρωμάτων — ὑπόστρωμα that which is spread under neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστρώμασι — ὑπόστρωμα that which is spread under neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστρώμασιν — ὑπόστρωμα that which is spread under neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστρώματα — ὑπόστρωμα that which is spread under neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστρώματι — ὑπόστρωμα that which is spread under neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστρώματος — ὑπόστρωμα that which is spread under neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… …   Dictionary of Greek

  • κοπρία — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»