Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στροφή

  • 61 крутой

    крутой απόγκρεμος· απότομος (тж. перен.)' \крутой подъём ο απότομος ανήφορος· \крутойповорот η απότομη στροφή
    * * *
    απόγκρεμος, απότομος (тж. перен.)

    круто́й подъём — ο απότομος ανήφορος

    круто́й поворо́т — η απότομη στροφή

    Русско-греческий словарь > крутой

  • 62 куплет

    куплет м η στροφή, το κουπλέτο
    * * *
    м
    η στροφή, το κουπλέτο

    Русско-греческий словарь > куплет

  • 63 оборот

    оборот м 1) (поворот) η στροφή, η τροπή 2) эк. η κυκλοφορία· денежный \оборот η χρηματική κυκλοφορία 3) (обратная сторона) η ανάποδη, το πίσω μέρος· на \обороте о πίσθεν 4): \оборот речи η έκφραση
    * * *
    м
    1) ( поворот) η στροφή, η τροπή
    2) эк. η κυκλοφορία

    де́нежный оборо́т — η χρηματική κυκλοφορία

    3) ( обратная сторона) η ανάποδη, το πίσω μέρος

    на оборо́те — o πισθεν

    4)

    оборо́т ре́чи — η έκφραση

    Русско-греческий словарь > оборот

  • 64 объезд

    объезд м 1) ο γύρος 2) (место) η στροφή
    * * *
    м
    1) ο γύρος
    2) ( место) η στροφή

    Русско-греческий словарь > объезд

  • 65 перелом

    перелом м 1) (кости) το σπάσιμο, το κάταγμα 2) (резкое изменение) η κρίση, η στροφή
    * * *
    м
    1) ( кости) το σπάσιμο, το κάταγμα
    2) ( резкое изменение) η κρίση, η στροφή

    Русско-греческий словарь > перелом

  • 66 вираж

    вираж
    м ав., авт. ἡ στροφή, ἡ καμπή:
    делать \вираж κάνω στροφή.

    Русско-новогреческий словарь > вираж

  • 67 виток

    виток
    м
    1. эл. ἡ σπείρα, μιά στροφή τής ἔλικος·
    2. (оборот) ἡ στροφή, ἡ περιστροφή, ὁ γύρος.

    Русско-новогреческий словарь > виток

  • 68 изгиб

    изгиб
    м ἡ καμπή, ἡ στροφή, τό γύρισμα:
    \изгиб дороги ἡ στροφή τοῦ δρόμου· \изгиб реки́ ἡ καμπή τοῦ ποτάμιου.

    Русско-новогреческий словарь > изгиб

  • 69 оборот

    оборот
    м
    1. ἡ (περι)στροφή, ὁ γῦρος, τό γύρισμα:
    \оборот колеса ἡ στροφή τοῦ τρο-χοῦ, τό γύρισμα τής ρόδας·
    2. эк. ἡ κυκλοφορία:
    денежный \оборот ἡ χρηματική κυκλοφορία· торговый \оборот ἡ κυκλοφορία τῶν ἐμπορευμάτων, οἱ ἐμπορικές δοσοληψίες· \оборот капитала ἡ κυκλοφορία τοῦ κεφαλαίου·
    3. (обратная сторона) ἡ ἀνάποδη, τά νῶτα, τό πίσω μέρος:
    на \обороте ὀπισθεν делать надпись на \обороте ὀπισθογραφῶ·
    4. перен (поворот, направление) ἡ τροπή, ὁ δρόμος, ἡ κατεύθυνση [-ις]:
    дело принимает плохой \оборот ἡ ὑπόθεση παίρνει ἀσχημη τροπή·
    5. (выражение) ἡ ἔκφραση[-ις]:
    \оборот речи ἡ Εκφραση· неправильный \оборот речи ἡ λαθεμένη Εκφραση· ◊ пустить в \оборот θέτω (или βάζω) σέ κυκλοφορία· взять кого-л. в \оборот разг σφίγγω τά λουριά κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > оборот

  • 70 turn

    [tə:n] 1. verb
    1) (to (make something) move or go round; to revolve: The wheels turned; He turned the handle.) γυρίζω / περιστρέφω/-ομαι
    2) (to face or go in another direction: He turned and walked away; She turned towards him.) κάνω μεταβολή, στρίβω, στρέφομαι
    3) (to change direction: The road turned to the left.) στρίβω
    4) (to direct; to aim or point: He turned his attention to his work.) στρέφω
    5) (to go round: They turned the corner.) στρίβω
    6) (to (cause something to) become or change to: You can't turn lead into gold; At what temperature does water turn into ice?) γίνομαι, μεταβάλλω/-ομαι, μετατρέπω/-ομαι
    7) (to (cause to) change colour to: Her hair turned white; The shock turned his hair white.) αλλάζω χρώμα
    2. noun
    1) (an act of turning: He gave the handle a turn.) στροφή, στρίψιμο, περιστροφή
    2) (a winding or coil: There are eighty turns of wire on this aerial.) γύρα, βόλτα
    3) ((also turning) a point where one can change direction, eg where one road joins another: Take the third turn(ing) on/to the left.) στροφή
    4) (one's chance or duty (to do, have etc something shared by several people): It's your turn to choose a record; You'll have to wait your turn in the bathroom.) σειρά
    5) (one of a series of short circus or variety acts, or the person or persons who perform it: The show opened with a comedy turn.) νούμερο σε παράσταση
    - turnover
    - turnstile
    - turntable
    - turn-up
    - by turns
    - do someone a good turn
    - do a good turn
    - in turn
    - by turns
    - out of turn
    - speak out of turn
    - take a turn for the better
    - worse
    - take turns
    - turn a blind eye
    - turn against
    - turn away
    - turn back
    - turn down
    - turn in
    - turn loose
    - turn off
    - turn on
    - turn out
    - turn over
    - turn up

    English-Greek dictionary > turn

  • 71 изгиб

    α.
    καμπή, στροφή, κλώσιμο αγκώνας•

    река делает изгиб τοποτάμι κάνει αγκώνα•

    изгиб дороги στροφή του δρόμου•

    красивый лебединой ши το όμορφο τσάκισμα του λαιμού του κύκνου.

    Большой русско-греческий словарь > изгиб

  • 72 излучина

    θ.
    στροφή, καμπή αγκώνας (ποταμού, δρόμου κ.τ.τ.).
    ιδιομορφία απότομη στροφή (στη σκέψη, αισθήματα, ιδέες).

    Большой русско-греческий словарь > излучина

  • 73 колено

    ουδ.
    1. (πλθ. колени -ей κ. -лн) γόνυ, γόνα, γόνατο•

    разбить колено σπάζω το γόνατο•

    стоять на -ях στέκομαι στα γόνατα•

    опуститься на -и πέφτω στα γόνατα•

    ползать на -ях έρπω στα γόνατα•

    посадить ребёнка к себе на -и παίρνω το παιδάκι στα γόνατα μου.

    2. γωνία, αγκώνας, καμπή, γύρισμα•

    колено реки αγκώνας του ποταμού•

    колено железной трубки η γωνία του σιδηροσωλήνα.

    3. (μουσ.) γύρισμα, τσάκισμα της φωνής.
    4. στροφή, φιγούρα (χορού). || απότομη στροφή στη διαγωγή.
    5. γενεαλογική διακλάδωση.
    εκφρ.
    поставить кого на -и – γονατίζω κάποιον (κάμπτω την αντίσταση)•
    море по колено ή по -на кому – όλα τα θεωρεί τίποτε, δε φοβάται τίποτε: пьяному море по -и για το μεθυσμένο και η θάλασσα δεν έχει βάθος πάνω από το γόνα (δεν έχει αίσθηση φόβου).

    Большой русско-греческий словарь > колено

  • 74 крутой

    επ., βρ: крут, крути, круто; круче.
    1. απότομος, απόκρημνος, κρημνώδης•

    берег κρημνώδης ακτή•

    крутой подъм απότομος ανήφορος•

    крутой спуск απότομος κατήφορος•

    крутой поворот απότομη στροφή.

    2. μτφ. αιφνίδιος, ξαφνικός•

    -ая перемена απότομη αλλαγή•

    крутой поворот событий απότομη στροφή των γεγονότων.

    3. (γΐ•α χαρακτήρα, άνθρωπο) σκαιός, τραχύς, βάναυσος, απότομος. || σκληρός, βαρύς•

    -ые меры σκληρά μέτρα•

    -ые слова βαριά λόγια.

    || μτφ. δυνατός, ισχυρός•

    крутой мороз δυνατή παγωνιά•

    крутой ветер σφοδρός άνεμος.

    4. πηχτός, σφιχτός•

    -ая каша πηχτός χυλός•

    -ое тесто σφιχτό ζυμάρι•

    -ое яйцо σφιχτό βρασμένο) αυγό.

    εκφρ.
    крутой кипяток – χοχλαστό νερό.

    Большой русско-греческий словарь > крутой

  • 75 наведение

    ουδ.
    1. οδήγηση. || κατεύθυνση.
    2. ώθηση, σπρώξιμο, παρακίνηση, προτροπή. || γύρισμα, στροφή (συνομιλίας, λόγου).
    3. μτφ. εμβολή προξένηση, πρόκληση (φόβου, θλίψης κ.τ.τ.).
    4. κατεύθυνση, στροφή, γύρισμα•

    наведение телескопа на луну κατεύθυνση του τηλεσκόπιου στο φεγγάρι.

    || (στρατ.) σκόπευση.
    5. κατασκευή, φτιάξιμο.
    6. πέρασμα, κάλυψη με μπογιά, βερνίκι κ.τ.τ.
    7. πρόσδοση.
    8. προσκόμιση.
    9. γέννηση (πολλών).

    Большой русско-греческий словарь > наведение

  • 76 поворачивание

    ουδ.
    στροφή,γύρισμα•

    головы στροφή του κεφαλιού.

    Большой русско-греческий словарь > поворачивание

  • 77 поворот

    α.
    1. στροφή• στρίψιμο, γύρισμα•

    поворот винта στρίψιμο της βίδας.

    2. καμπή: поворот улицы, реки καμπή της οδού, του ποταμού.
    3. μτφ. αλλαγή, μεταβολή, μεταλλαγή, μετατροπή•

    коренной поворот ριζική αλλαγή-- в на-строниях αλλαγή στις διαθέσεις•

    поворот к лучшему στροφή (τροπή) προς το καλύτερο•

    обратный поворот μεταστροφή.

    εκφρ.
    от ворот поворот получить – παίρνω αρνητική απάντηση ή την απο-ξηλωμένη.

    Большой русско-греческий словарь > поворот

  • 78 полуоборот

    α.
    η μισή στροφή•

    полуоборот колеса μισή στροφή του τροχού.

    Большой русско-греческий словарь > полуоборот

  • 79 разворот

    α.
    1. (απλ.) γκρέμισμα, χάλα-μα.
    2. βλ. развртка 2
    3. ανάπτυξη, εξέλιξη.
    4. μετασχηματισμός.
    5. στροφή•

    разворот танка η στροφή του τανκς.

    6. αναστροφή, η εσωτερική όψη (διπλωμένου φύλλου).

    Большой русско-греческий словарь > разворот

  • 80 ἀντιστροφή

    ἀντι-στροφή, (1) das Entgegenkehren, Umkehren. (2) Gegenwendung des Chors beim Tanze, die der vorangegangenen Wendung, στροφή, genau entspricht; ebenso die dazu gesungenen Worte, Antistrophe, wie Pindars Gesänge u. die meisten lyrischen Stellen der Dramatiker. (3) Bei den Rhetoren: die Figur der Retorsion, wenn zwei Satzglieder mit denselben Worten schließen. (4) Beiden Gramm: Umkehrung der gewöhnlichen Wortverbindung, z. B. ληρεῖς ἔχων für ἔχεις ληρῶν

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἀντιστροφή

См. также в других словарях:

  • στροφή — turning fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… …   Dictionary of Greek

  • στροφή — η 1. κυκλική κίνηση, περιστροφή. 2. αλλαγή κατεύθυνσης: Έκανε στροφή 180 μοιρών. 3. γωνία δρόμου: Στη στροφή ανατράπηκε το φορτηγό. 4. σημείο κάμψης, καμπή. 5. μέρος ποιήματος: Ο εθνικός ύμνος αποτελείται από 158 στροφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στροφῇ — στροφάω turn hither and thither pres subj mp 2nd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres ind mp 2nd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres subj act 3rd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres ind act 3rd sg (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφῆ — στροφεύς vertebra masc nom/voc/acc dual στροφεύς vertebra masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφη — στρόφις slippery fellow masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) στροφάω turn hither and thither pres imperat act 2nd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) στροφάω turn hither and thither imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφῆι — στροφῇ , στροφάω turn hither and thither pres subj mp 2nd sg (doric) στροφῇ , στροφάω turn hither and thither pres ind mp 2nd sg (doric) στροφῇ , στροφάω turn hither and thither pres subj act 3rd sg (doric) στροφῇ , στροφάω turn hither and… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίστιχο — Στροφή της κλασικής μετρικής που αποτελείται από δύο στίχους, έναν εξάμετρο και έναν πεντάμετρο, και χρησιμοποιείται στην ελεγεία και στο επίγραμμα. Το αρχαιότερο γνωστό δ. είναι το δ. της ελεγείας του Καλλίνου (περ. 670 π.Χ.), αλλά εικάζεται ότι …   Dictionary of Greek

  • στροφαῖν — στροφή turning fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφαῖς — στροφή turning fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφαῖσιν — στροφή turning fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»