Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

στρουθίον

См. также в других словарях:

  • στρουθίον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρουθίον — τὸ, ΜΑ βλ. στρουθί (II) …   Dictionary of Greek

  • Στρούθιον — Στρούθιος masc acc sg Στρούθιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρουθίοιν — στρουθίον neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρουθίοις — στρουθίον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρουθίοισι — στρουθίον neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρουθίων — στρουθίον neut gen pl στρουθίων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρουθίῳ — στρουθίον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρουθί — (I) το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Silena inflate, τού γένους σιληνή, ζιζάνιο τού οποίου όμως οι βλαστοί, όταν είναι τρυφεροί, είναι εδώδιμοι, αλλ. στρουθούλα, στρουθόνι ή φουσκούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως (πρβλ. και τις …   Dictionary of Greek

  • STRUTHION — Graece Στροὐθιον, herbae nomen, vulgo Graecorum hodie καλοςτροῦθιν, a pulchritudine scil. et similitudine alarum passeris, quam praefert foliorum situ: floret aestate, grata aspectu, verum sine odore, uti de illa habet Plin. l. 19. c. 3. hinc in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • στρούθειος — ον, θηλ. και εία και τ. ουδ. στρούθιον και τρούθιον Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρουθό, στον σπουργίτη, ή στη στρουθοκάμηλο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στρούθειον και στρούθιον φυτό κατάλληλο για τον καθαρισμό τού μαλλιού και τών υφασμάτων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»