-
1 στροβιλοειδής
στροβῑλ-οειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροβιλοειδής
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский
1 στροβιλοειδής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροβιλοειδής