-
1 στριφογυρίζω
[стрифогиризо] р. (αμτβ.) вертеться, кружитьсяΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στριφογυρίζω
-
2 кружиться
кружиться γυρίζω, στριφογυρίζω ◇ у меня кружится голова ζαλίζομαι, αισθάνομαι ζαλίδες* * *γυρίζω, στριφογυρίζω••у меня́ кру́жится голова́ — ζαλίζομαι, αισθάνομαι ζαλίδες
-
3 вертеться
вертеть||ся1. στρέφομαι, περιστρέφομαι·2. (постоянно находиться, мешать) разг στριφογυρίζω, περιφέρομαι, κλωθογυρίζω:\вертетьсяся под ногами μπλέκομαι στά πόδια κάποιου, τριγυρίζω (или στριφογυρίζω) κοντά σέ κάποιον3. (изворачиваться) разг ξεφεύγω, ξεγλυστράω, ὑπεκφεύγω:не вертись, говори́ правду! μήν τά κλώθεις (или μήν τά μασᾶς), πές τήν ἀλήθεια!-как ни вертись, а придется тебе это сделать δσο κι ἀν ἀποφεύγεις στό τέλος θ'ἀναγκαστεΐς νά τό κάνεις· ◊ это слово вертится у меня на языке (или в голове) αὐτή ἡ λέξη στριφογυρίζει στό μυαλό μου, δέν ξεκολλάει ἀπ' τό μυαλό μου. -
4 катать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. катанный, βρ: -тан, -а, -о.1. κυλώ (προς διάφορες κατευθύνσεις ή σε διάφορο χρόνο)•катать брёвна κυλώ κούτσουρα•
катать мячом по полу κυλώ το τόπι στο πάτωμα.
2. πηγαίνω (βγάζω) κάποιον περίπατο (με μεταφ. μέσο). || αμαζεύω, πηγαίνω αμαξάδα.3. επισκέπτομαι, μεταβαίνω με μεταφορ. μέσο.4. πιέζω• μαγγανίζω, χιλινδρώ.5. λεπτύνω μέταλλο, ελασματοποιώ•катать проволоку συρματοποιώ.
6. βλ. валить (2 σημ.).7. μτφ. διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι κινούμαι ορμητικά, γρήγορα.1. κυλιέμαι κλπ ρ. ενεργ. φ.2. χάνω βόλτες με μεταφορικό μέσο•катать на коньках γλυστρώ με τα παγοπέδιλα, πατινάρω•
катать на велосипеде ποδηλα-τώ•
катать на лодке κάνω βαρκάδα, λεμβοδρομώ.
3. επισκέκτομαι, μεταβαίνω (με μεταφορ. μέσο).4. βλ. και ρ. ενεργ. φ. (4, 5, 6, 7 σημ.). || στριφογυρίζω, υποφέρω πολύ, χτυπιέμαι•катать от боли по полу στριφογυρίζω στο πάτωμα από τον πόνο.
εκφρ.катать со смеху – ξεγκαρδίζομαι στα γέλια. -
5 мешкать
ρ.δ. αργώ, βραδύνω να αρχίσω κάτι, στριφογυρίζω•мешкать с работой στριφογυρίζω για να πιάσω δουλειά.
|| καθυστερώ, κάνω το χρόνο. -
6 вертеть
вертетьнесов1. γυρίζω, στριφογυρίζω, περιστρέφω:\вертеть в руках παίζω στά χέρια·2. перен разг (кем-л.) κάνω κάποιον δτι θέλω, σέρνω (или τραβῶ) ἀπό τή μύτη. -
7 виться
вить||ся1. (обвиваться) πλέκομαι, περιτυλίσσομαι, συστρέφσμαι·2. (о волосах) σγουραίνω:волосы выотся τά μαλλιά εἶναι σγουρά (или εἶναι κατσαρά)·3. (кружиться) στροβιλίζομαι/ αἰωρούμαι, στέκομαι στον ἀέρα (о птицах, бабочках и т. п.)·4. (извиваться) στριφογυρίζω, κουλουριάζομαι/ ἐλίσσομαι (о реке). -
8 вокруг
вокругнареч и предлог ὁλόγυρα, τριγύρω, γύρω, πέριξ:\вокруг света ὁ γύρος τοῦ κόσμου· ходить \вокруг до́ма περπατώ γύρω ἀπό τό σπίτι· ◊· ходить \вокруг да около τά στριφογυρίζω, τά κλώθω. -
9 ворочать
ворочатьнесов1. (двигать с места) κινῶ, μετακινώ, μετατοπίζω·2. (поворачивать) στριφογυρίζω κάτι·3. (распоряжаться, управлять) разг διοικώ, διαχειρίζομαι:\ворочать делами διευθύνω μεγάλες ὑποθέσεις. -
10 ворочаться
ворочать||сяразг (поворачиваться) γυρίζω (άμετ.), στρέφομαι/ στριφογυρίζω (с боку на бок)/ κινούμαι, σαλεύω, γυρίζω (шевелиться)/ περιστρέφομαι (вращаться). -
11 вращать
вращатьнесов στρέφω, περιστρέφω, στριφογυρίζω, γυρίζω· ◊ \вращать глазами γυρίζω τά μάτια μου, γυρίζω τό βλέμμα μου ἐδῶ κι ἐκεϊ. -
12 ерзать
ерзатьнесов разг στριφογυρίζω, δέν κάθομαι ήουχα. -
13 закружить
закружи||тьсов1. (начать кружить) ἀρχίζω νά στροβιλίζω, στριφογυρίζω·2. перен:\закружить кому́-л. голову παίρνω τά μυαλά κάποιου, ξεμυαλίζω κάποιον. -
14 кружить
кружитьнесов1. (кого-л.) γυρίζω (μετ.), περιστρέφω, στρέφω·2. (описывать круги) τριγυρίζω, στριφογυρίζω·3. (блуждать) περιφέρομαι, τριγυρίζω, πε-ριπλανῶμαι:\кружить по лесу περιπλανῶμαι στό δάσος· ◊ \кружить кому-л. голову ξεμυαλίζω κάποιον, γυρίζω τά μυαλά. -
15 кружиться
кружить||сяστριφογυρίζω, περιδινοῦμαι, ἐλίσσομαι· ◊ у меня кружится голова γυρίζει τό κεφάλι μου, ζαλίζομαι. -
16 метаться
метатьсянесов παραδέρνω, χτυπιέμαι, στριφογυρίζω:\метаться в бреду́ ἔχω παραμιλη-τό· \метаться во все стороны τρέχω ἀπ· ἐδῶ κι ἀπ' ἐκεί. -
17 разметаться
разметатьсясов (в постели) στριφογυρίζω στό κρεββάτι, ριπτάζομαι. -
18 раскинуть
раски́||нутьсов см. раскидывать 2 3· ◊ \раскинутьнуть умом, мозгами разг στριφογυρίζω κάτι στό μυαλά μου, συλλογίζομαι. -
19 ходить
ходитьнесов1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω:не уметь \ходить δέν μπορώ νά περπατήσω· начать \ходить ἀρχίζω νά περπατώ· \ходить большими шагами βαδίζω μέ μεγάλα βήματα· \ходить взад и вперед πηγαινοέρχομαι· \ходить на лыжах κάνω σκί· \ходить в разведку πηγαίνω σέ ἀνίχνευση· \ходить на четвереньках ἀρκουδίζω, βαδίζω μέ τά τέσσαρα·2. (в чем-л.) φορώ:\ходить в шубе φορώ γούνα· \ходить босиком βαδίζω ξυπόλυτος· \ходить.в очках φορώ ματογιάλια· \ходить в шляпе φορώ καπέλλο· 3, (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:\ходить в школу πηγαίνω (или φοιτώ) στό σχολείο· \ходить в театр πηγαίνω στό θέατρο· \ходить по музеям συχνάζω στά μουσεία· \ходить по врачам γυρίζω στους γιατρούς· \ходить в гости πηγαίνω σέ ἐπίσκεψη, ἐπισκέπτομαι· \ходить на лекции πηγαίνω στίς παραδόσεις·4. (о поездах, пароходах и т. п.) πηγαίνω, κυκλοφορώ·6. (о часах) πηγαίνω:часы ходят верно то ро-λογι πηγαίνει καλά· мой часы не ходят τό ρολόγι μου σταμάτησε· в. (в игре) κινώ/ карт. ρίχνω:\ходить пешкой κινώ τό πιόνι· \ходить с козыря ρίχνω ἀτού· вам \ходить εἶναι ἡ σειρά σας (στό παιγνίδι)·7. (заботиться, ухаживать) разг περιποιούμαι, ἐπιμελοῦμαι:\ходить за больным περιποιούμαι τόν ἀσθενή, κυττάζω τόν ἄρρωστο· \ходить за ребенком περιποιοῦμαι τό μωρό· \ходить за лошадью περιποιοῦμαι τό ϋλογο·8. (о деньгах) κυκλοφορώ· ◊ \ходить на медведя πηγαίνω στό κυνήγι ἀρκούδα· ходят слу́-хи... διαδίδεται..., κυκλοφορεί ἡ φήμη (ότι)...· \ходить гоголем разг κορδώνομαι, περ(ι)πατῶ κορδωμένος· \ходить вокру́г да около στριφογυρίζω, κλωθογυρίζω· \ходить по́ миру (просить милостыню) ζητιανεύω, ψωμοζητώ, ἐπαιτώ· \ходить по рукам κυκλοφορώ ἀπό χέρι σέ χέρι· \ходить на задних лапках перед кем-л. στέκομαι σούζα μπροστά σέ κάποιον. -
20 шарнир
шарнирм тех. ὁ μεντεσές, ὁ ρεζές:на \шарнирах μέ ρεζέδες· ◊ быть как на \шарнирах στριφογυρίζω σά σβούρα.
См. также в других словарях:
στριφογυρίζω — στριφογυρίζω, στριφογύρισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. στριφογυρνάω / στριφογυρνώ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στριφογυρίζω — και στρεφογυρίζω και στριφογυρνώ και ιδιωμ. προφ. στρουφογυρίζω Ν 1. θέτω κάτι σε περιστροφική κίνηση, κάνω κάτι να γυρίζει γύρω γύρω, τό περιστρέφω 2. (αμτβ.) στρέφομαι εδώ και εκεί με ανησυχία («εις το πολύαστρον τού αιθέρος τα μάτια… … Dictionary of Greek
στριφογυρίζω — στριφογύρισα 1. κινούμαι διαρκώς: Στριφογυρίζω μέσα στο δωμάτιο. – Στριφογυρίζω στο κρεβάτι. 2. περιστρέφομαι, γυρίζω γύρω γύρω. 3. μιλώ με υπεκφυγές: Μην τα στριφογυρίζεις και μίλα καθαρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακυκλώ — (I) ἀνακυκλῶ, ( έω) (ΑΜ) μσν. παθ. ανανεώνομαι, αναζωπυρώνομαι αρχ. 1. περιστρέφω εκ νέου, στριφογυρίζω 2. στριφογυρίζω κάτι στο μυαλό μου, σκέπτομαι 3. (για λόγους) επαναλαμβάνω, λέω και ξαναλέω 4. επανέρχομαι, επιστρέφω σε προηγούμενη θέση ή… … Dictionary of Greek
επιδινώ — ἐπιδινῶ, έω (Α) 1. περιστρέφω, στριφογυρίζω κάτι για να τό εκσφενδονίσω 2. μέσ. ἐπιδινοῡμαι στριφογυρίζω στον νου μου, συλλογίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δινέω, ώ (< δίνη)] … Dictionary of Greek
περιστρέφω — ΝΜΑ 1. στρέφω κάτι κυκλικά γύρω από έναν άξονα, στρέφω ολόγυρα, στριφογυρίζω 2. μέσ. περιστρέφομαι στρέφομαι γύρω από κάτι («η γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της») νεοελλ. μτφ. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) αναφέρομαι γύρω από ένα θέμα μσν.… … Dictionary of Greek
Κορύβας — ο (Α Κορύβας, αντος, θηλ. Κορυβαντίς, ίδος) συν. στον πληθ. οι Κορύβαντες δαίμονες, τέκνα τής μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, κυρίως ως Ρέας Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις,… … Dictionary of Greek
ίλλω — ἴλλω (Α) συστρέφω, στριφογυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. είλω] … Dictionary of Greek
αεροδονούμαι — ἀεροδονοῦμαι ( έομαι) (Μ) στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω στον αέρα … Dictionary of Greek
αθύρω — ἀθύρω (Α) 1. παίζω, διασκεδάζω 2. αστειεύομαι, παίζω 3. παίζω κάποιο όργανο 4. ψάλλω, τραγουδώ, υμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *dhwer που σήμαινε «ορμώ, περιδινώ». Το ελλην. ἀθῡρω σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας… … Dictionary of Greek
αλοώ — ἀλοῶ ( άω) (Α) 1. αλωνίζω 2. χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω 3. θρυμματίζω, καταστρέφω, ρημάζω 4. στριφογυρίζω κάποιον, τόν σέρνω πέρα δώθε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωή. ΠΑΡ. αρχ. ἀλοητός] … Dictionary of Greek