Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ζαλίζομαι

  • 1 ζαλίζομαι

    [запизоме] р. испытывать головокружение

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζαλίζομαι

  • 2 кружиться

    кружиться γυρίζω, στριφογυρίζω ◇ у меня кружится голова ζαλίζομαι, αισθάνομαι ζαλίδες
    * * *
    γυρίζω, στριφογυρίζω
    ••

    у меня́ кру́жится голова́ — ζαλίζομαι, αισθάνομαι ζαλίδες

    Русско-греческий словарь > кружиться

  • 3 головокружение

    головокружение
    с ὁ Ιλιγγος, ἡ ζάλη, ἡ σκοτοδίνη, ἡ ἀντράλα:
    чу́вствовать \головокружение αἰσθάνομαι ζάλη, αίσθάνομαι σκοτοδίνη, ζαλίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > головокружение

  • 4 закачаться

    закача||ться
    1. (начать качаться) ἀρχίζω νά κουνιέμαι, ἀρχίζω νά σείομαι·
    2. (зашататься) ζαλίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > закачаться

  • 5 качать

    кача||ть
    несов
    1. κουνώ, αἰωρώ, κλυδωνίζω:
    \качатьть головой κουνφ τό κεφάλι·
    2. (ребенка) λικνίζω, νανουρίζω·
    3. безл перев. личными формами глагола ζαλίζομαι·
    4. (накачивать) τρουμπάρω.

    Русско-новогреческий словарь > качать

  • 6 кружиться

    кружить||ся
    στριφογυρίζω, περιδινοῦμαι, ἐλίσσομαι· ◊ у меня кружится голова γυρίζει τό κεφάλι μου, ζαλίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > кружиться

  • 7 обалдевать

    обалд||евать
    несов разг ἀποβλακώνομαι, ζαλίζομαι, ἀποχαυνώνομαι, ζαβλα-κώνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > обалдевать

  • 8 хмелеть

    хмелеть
    несов ζαλίζομαι, μεθώ.

    Русско-новогреческий словарь > хмелеть

  • 9 хмелеть

    [χμιλιέτ'] ρ. μεθώ, ζαλίζομαι

    Русско-греческий новый словарь > хмелеть

  • 10 хмелеть

    [χμιλιέτ'] ρ μεθώ, ζαλίζομαι

    Русско-эллинский словарь > хмелеть

  • 11 голова

    -ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.
    1. κεφάλι, -ή•

    голова болит το κεφάλι πονά•

    повернуть -у στρέφω το κεφάλι•

    лысая φαλακρό κεφάλι•

    отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.

    2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•

    светлая голова φωτεινό μυαλό•

    пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•

    замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•

    быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.

    3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•

    он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•

    городской (παλ,) δήμαρχος.

    4. κεφαλή φάλαγγας.
    5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•

    сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•

    голова сыра κεφάλι τυριού.

    εκφρ.
    без -ы – ανόητος, κουτός•
    с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•
    в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•
    обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•
    с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•
    через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•
    закружилось в -е – ζαλίστηκα•
    голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•
    вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•
    вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•
    сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•
    не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•
    выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•
    выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•
    заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•
    отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•
    вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•
    выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•
    не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•
    в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•
    - у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•
    есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•
    быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•
    на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.
    с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•
    с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•
    с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•
    сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•
    хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•
    ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•
    на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•
    поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•
    разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•
    у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•
    мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
    адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•
    снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω).

    Большой русско-греческий словарь > голова

  • 12 дурманить

    ρ.δ.μ. ζαλίζω, (συ)σκοτίζω. || θολώνω το νου, το μυαλό, τη διάνοια.
    ζαλίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > дурманить

  • 13 закружить

    -ужу, -ужишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закруженный, βρ: -жен, -жена, -о κ. закруженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ζαλίζω•

    закружить в танце ζαλίζω στο χορό.

    || συσκοτίζω, ξεμυαλίζω, τιαίρνω τα μυαλά, ξελογιάζω. || προσελκύω, τραβώ με το μέρος μου.
    2. αρχίζω να περυστρέφω κλπ. ρ. βλ. кружить.
    1. ζαλίζομαι, αντραλίζομαι. || ξεχνώ από)ти πολλές σκοτούρες.
    2. αρχίζω να περιστρέφομαι βλ. κ. кружиться.

    Большой русско-греческий словарь > закружить

  • 14 круг

    -а, προθτ. о -е, в -е κ. в -у, πλθ. круги α.
    1. (в -е) κύκλος•

    описывать круг διαγράφω κύκλο•

    площадь -а επιφάνεια κύκλου.

    2. αντικείμενο στρογγυλό•

    круг сыра κεφάλι τυριού•

    спасательный круг σωσίβιο.

    || στεφάνι.
    3. (αθλτ.) ο γύρος•

    беговой круг γύρος του δρόμου.

    4. το περιβάλλον, οι κύκλοι•

    правительственные -и οι κυβερνητικοί κύκλοι•

    правящие -и οι ηγετικοί κύκλοι•

    в тесном -у σε στενό κύκλο•

    в -у семьи σε οικογενειακό κύκλο•

    в -у знакомых σε κύκλο γνωστών•

    политические -и οι πολιτικοί κύκλοι.

    5. σφαίρα, τομέας• έκταση•

    круг знаний ο κύκλος των γνώσεων•

    круг деятельности η σφαίρα δράσης.

    εκφρ.
    на круг – κατά μέσο όρο, περίπου•
    - и под глазами – μελανοί γύροι στα μάτια (από υπερκόπωση)•
    голова идёт (пошла) -ом – α) ζαλίζομαι (ζαλίστηκα), β) τα χάνω, σαστίζομαι•
    сделать ή дать круг – παρακάμπτω, κάνω κυκλοτερή κίνηση•
    спиться с -у – (απλ.) τρικλίζω από το μεθύσι.

    Большой русско-греческий словарь > круг

  • 15 кружить

    кружу, кружишь
    ρ.δ.
    1. μ. περιστρέφω, γυρίζω, θέτω σε περιστροφική κίνηση.
    2. αμ. τριγυρίζω, στριφογυρίζω.
    3. περιφέρομαι, περιέρχομαι, περιπλανιέμαι•

    кружить по гброду τριγυρίζω στην πόλη.

    4. στροβιλίζω•

    метель -ит ή χιονοθύελλα στροβιλίζει.

    εκφρ.
    кружить голову – α) ζαλίζω, β) παίρνουν τα μυαλά μου αέρα (χάνω το αίσθημα της πραγματικότητας), γ) ξεμυαλίζω με ερωτοτροπίες.
    περιστρέφομαι, γυρίζω κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    εκφρ.
    голова кружить – α) το κεφάλι μου ζαλίζεται ή ζαλίζομαι, έχω ζαλάδα, αντραλίζομαι, β) τα χάνω, θολώνει το μυαλό μου, τα μπερδεύω.

    Большой русско-греческий словарь > кружить

  • 16 мутить

    мучу, мутишь
    ρ.δ.μ.
    1. θολώνω•

    мутить воду θολώνω το νερό.

    2. μτφ. συγχύζω, σκοτίζω.
    3. αναστατώνω, διεγείρω, προδιαθέτω κακώς, στρέφω ενάντια.
    4. απρόσ. έχω τάση για εμετό.
    εκφρ.
    мутить воду – θολώνω τα νερά (συγχέω τα πράγματα).
    1. θολώνω, γίνομαι θολός. || θαμπώνω•

    глаза -лись τα μάτια θάμπωσαν.

    2. (συ)σκοτίζομαι, συγχύζομαι•

    мысли -ятся οι σκέψεις συσκοτίζονται•

    ум -ится το μυαλό σκοτίζεται.

    3. παλ. αναστατώνομαι, ταράσσομαι, ανησυχώ.
    4. θολώνω.
    εκφρ.
    - ится в голове – ζαλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > мутить

  • 17 мутнеть

    -ет
    ρ.δ.
    1. θολώνω, γίνομαι θολός.
    2. ταράσσομαι, συγχύζομαι ζαλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > мутнеть

  • 18 опаивать

    ρ.δ.
    βλ. опоить.
    1. παρα-ποτίζομαι, βλάπτομαι από το πολύ πότισμα. || μεθώ, ζαλίζομαι.
    2. ποτίζομαι με δηλητήριο, δηλητηριάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > опаивать

  • 19 плыть

    плыву, плывшь, παρλθ. χρ. плыл
    -ла, плыло
    ρ.δ.
    1. κολυμπώ• πλέω•

    плыть кролем κολυμπώ πρηνηδόν, με την κοιλιά•

    плыть на спине κολυμπώ ανάσκελα.

    || επιπλέω. || ταξιδεύω με πλωτό μέσο•

    плыть по течению πλέω κατά το ρεύμα (τον ρουν)•

    плыть против течения πλέω αντίθετα προς το ρεύμα, αναπλέω, πλέω αναπόταμα.-под парусами πλέω με τα πανιά, αρμενίζω,ιστιοπλοώ•. плыть быстро ταχυπλοώ•

    плыть медленно βρα-δυπλοώ, βραδυπλέω•

    плыть на вслах πλέω με κουπιά•

    плыть в лодке πλέω με τη βάρκα, λεμβοδρο-μώ•

    плыть на всех парусах πλέω πλησίστιος•

    плыть в открытом море πλέω στα αμοιχτά.

    2. μτφ. πετώ αργά και ομαλά, λάμνω, αιωρούμαι, μετεωρίζομαι (για πτηνά). || κινούμαι, περνώ, διαβαίνω.
    3. λιώνω, τήκομαι•

    сургуч плывт το βουλοκέρι λιώνει.

    εκφρ.
    плыть в руки – κατορθώνω, τα καταφέρω, είμαι σε όλα καταφερτζής•
    плыть по течению – προσαρμόζομαι στις περιστάσεις, καιροσκοπώ•
    плыть против течения – πηγαίνω αντίθετα (προς την κρατούσα κατάσταση)•
    плыть сквозь пальцы – ξοδεύομαι, δαπανώμαι αφειδώς (για χρήματα κ.τ.τ.)• всё шшвт передо мной όλα μου φέρνουν γύρω (στα μάτια)• ζαλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > плыть

  • 20 укачать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укачанный, βρ: -чан, -а, -о.
    1. λικνίζω, ταλαντεύω την κούνια• αποκοιμίζω.
    2. ζαλίζω με το πολύ κούνημα.
    ζαλίζομαι από το πολύ κούνημα.

    Большой русско-греческий словарь > укачать

См. также в других словарях:

  • ζαλίζομαι — ζαλίζομαι, ζαλίστηκα, ζαλισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταζαλίζομαι — ζαλίζομαι πολύ, καταλαμβάνομαι από σκοτοδίνη …   Dictionary of Greek

  • νταλώνω — 1. προκαλώ ζάλη σε κάποιον, ζαλίζω κάποιον 2. μέσ. νταλώνομαι πάσχω από σκοτοδίνη ή από ίλιγγο, ζαλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐνταλώνω ομαι «σκοτεινιάζω, ζαλίζομαι» με σίγηση τού αρχικού φωνήεντος] …   Dictionary of Greek

  • σκορδινώμαι — άομαι και ιων. τ. έομαι, Α (αποθ.) 1. (κυρίως για πρόσ. που μόλις έχουν ξυπνήσει ή και για πρόσ. που αισθάνονται ανία) τεντώνω τα άκρα τού σώματός μου, τεντώνομαι και χασμουριέμαι συγχρόνως 2. έχω τάση για εμετό, ζαλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για …   Dictionary of Greek

  • σκοτίζω — ΝΜΑ [σκότος] 1. καθιστώ κάτι σκοτεινό, ρίχνω σκοτάδι («τὸν Θεὸν τὸν φωτίζοντα καὶ σκοτίζοντα τὸν κόσμον», επιγρ.) 2. μτφ. α) καθιστώ κάτι ασαφές, σκοτεινό β) θολώνω το μυαλό, μπερδεύω τη σκέψη (α. «μα ο πόθος την εσκότιζε κι ετύφλωνέ τη πάλι»,… …   Dictionary of Greek

  • μουστώνω — μούστωσα, μουστωμένος 1. ζαλίζομαι από τις αναθυμιάσεις του μούστου: Μούστωσε πατώντας τα σταφύλια. 2. μτφ., ναρκώνομαι επειδή κοιμήθηκα αρκετά, ζαλίζομαι, μεθώ: Περπατούσε μουστωμένος και σκόνταψε σ’ ένα χαντάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαλιάζω — 1. κάνω κάποιον άλαλο, ανόητο, τον αποβλακώνω 2. φέρνω κάποιον σε κατάσταση ζάλης, τόν κάνω ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν γύρω του 3. φέρνω κάποιον σε σύγχυση και αμηχανία, ζαλίζω, σκοτίζω 4. ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, περιέρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • αναγουλεύομαι — [αναγούλα] 1. έχω τάση για εμετό, αναγουλιάζω 2. παθαίνω ίλιγγο, ζαλίζομαι …   Dictionary of Greek

  • αναγουλιάζω — 1. νιώθω ναυτία, έχω τάση για εμετό, ανακατεύομαι 2. αηδιάζω, σιχαίνομαι, αντιπαθώ 3. κάνω εμετό, ξερνάω 4. παθαίνω ίλιγγο, ζαλίζομαι 5. (για τη θάλασσα) γίνομαι τρικυμιώδης, αναταράσσομαι 6. (για το έδαφος) αναδίδω το νερό που έχω απορροφήσει… …   Dictionary of Greek

  • ανταριάζω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία 2. αναστατώνω, καταπιέζω, κακοποιώ 3. γεμίζω ομίχλη, σκοτεινιάζω 4. σείομαι, τραντάζομαι, φουρτουνιάζω 5. ( ομαι) ανακατεύομαι, ζαλίζομαι …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»